Οταν το γερμανικό τετρακινητήριο αεροσκάφος κατέφθασε στο αεροδρόμιο που ήταν γεμάτο σβάστικες, το υποδέχθηκε μία μπάντα που παιάνιζε γερμανικά εμβατήρια. Ο Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ, υπουργός Εξωτερικών της χιτλερικής Γερμανίας, κατέβηκε τα σκαλιά του αεροσκάφους φορώντας ένα δερμάτινο πανωφόρι και συνάντησε τους επισήμους που τον περίμεναν.
Στη συνέχεια επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο που θα τον μετέφερε σε μία σημαντική συνάντηση. Η σκηνή αυτή δεν διαδραματίστηκε στο Βερολίνο, όπως θα περίμενε κάποιος απ’ όσα προειπώθηκαν, αλλά στη Μόσχα. Ο προσηνής αλλά και νευρικός διπλωμάτης δεν κατευθυνόταν στην Καγκελαρία, αλλά στο Κρεμλίνο, και το υψηλό πρόσωπο που θα συναντούσε δεν ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ, αλλά ο Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, ο «Ατσάλινος» Γεωργιανός που διαφέντευε την ΕΣΣΔ.
Σχέση «αγάπης – μίσους»
Οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας – ΕΣΣΔ, μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, ήταν καλές μέχρι το 1933. Χάρις στην αρωγή των Σοβιετικών, οι Γερμανοί είχαν κατορθώσει να ανασυγκροτηθούν στρατιωτικά. Σε στρατόπεδα και αεροδρόμια της ΕΣΣΔ, η Γερμανία είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει την πολεμική της μακριά από «αδιάκριτα» μάτια, χωρίς τους περιορισμούς που της είχαν επιβάλει οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι θέσεις που εξέφραζαν οι ναζί για τη Σοβιετική Ενωση και το καθεστώς της ήταν θετικές. Η ΕΣΣΔ ήταν ο κατεξοχήν γεωγραφικός «ζωτικός χώρος» (Lebensraum), όπου οι ναζί ονειρεύονταν να εποικίσουν, ώστε να αναπτυχθούν οικονομικά και γεωπολιτικά. Αρα οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών είχαν μεγάλη σχέση με τη διαδικασία του «σκοτσέζικου ντους».
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 και μετά, η Σοβιετική Ενωση βρέθηκε «απέναντι» από τη Γερμανία σε αρκετές περιπτώσεις, όπως στον Εμφύλιο της Ισπανίας. Η Σοβιετική Ενωση δεν ήταν παρούσα στο Μόναχο το 1938, όταν αποφασίσθηκε η τύχη της Τσεχοσλοβακίας, μολονότι είχε παρουσιαστεί ως εγγυήτρια για την ασφάλεια της χώρας αυτής. Ο αποκλεισμός από τις διαπραγματεύσεις ενόχλησε τη Μόσχα, η οποία υποψιαζόταν ότι οι Δυτικοί καπιταλιστές συνωμοτούσαν με τον Χίτλερ εναντίον της ΕΣΣΔ.
Παρ’ όλα αυτά, οι Σοβιετικοί δεν επιθυμούσαν να ανοίξουν μέτωπο με τη Γερμανία, τη στιγμή που στα ανατολικά της σύνορα αντιμετώπιζε την απειλή του ιαπωνικού επεκτατισμού. Οι Ιάπωνες είχαν υπό τον έλεγχό τους τη Μαντζουρία και είχαν βλέψεις προς τη Μογγολία, η οποία ανήκε στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Συνεπώς, ένας πιθανός πόλεμος με τη Γερμανία τη δεδομένη στιγμή δεν θεωρούνταν θετική εξέλιξη. Ούτε όμως και το Βερολίνο επιζητούσε να συγκρουστεί με την ΕΣΣΔ και να εγκλωβιστεί σε ένα διμέτωπο αγώνα με τους Αγγλογάλλους στα δυτικά και τους Σοβιετικούς στα ανατολικά.
Επιπλέον, υπήρχε το ζήτημα της Πολωνίας. Ο Χίτλερ ήθελε να ασχοληθεί με την κατάκτησή της χωρίς να ανησυχεί για ενδεχόμενη σοβιετική παρέμβαση. Προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, δεν είχε πρόβλημα να μοιραστεί με τον Στάλιν την Πολωνία. Ο Στάλιν, από την πλευρά του, ήθελε να σιγουρευτεί ότι η Γερμανία θα στρεφόταν εναντίον της Βρετανίας και της Γαλλίας, οπότε ο ίδιος θα μπορούσε να επεκταθεί στη Βαλτική ή και στην Πολωνία.
Ο ηγέτης της ΕΣΣΔ κατηγορήθηκε ότι συμμάχησε με τον ιδεολογικό του εχθρό γιατί ήθελε να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του. Παράλληλα, κατηγορήθηκε για τον αποδεκατισμό των στελεχών του Κόκκινου Στρατού, στο πλαίσιο των διαβόητων προγραφών, κατά τις δεκαετίες ’20 και ’30, γεγονός που τον ανάγκαζε να συμβιβαστεί με τους Γερμανούς, αφού δεν ήταν σε θέση να τους αντιμετωπίσει. Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές του διατείνονται ότι οι δυτικές δυνάμεις είναι αυτές που κράτησαν παθητική στάση για να κατευνάσουν τον Χίτλερ, οπότε δεν άφησαν πολλά περιθώρια στον Στάλιν, ο οποίος είχε κάθε λόγο για να υποπτεύεται τη Δύση.
Αλλωστε, από ιδεολογικής πλευράς, εχθροί του ήταν τόσο οι «αποικιοκράτες καπιταλιστές» στην Αγγλία και στη Γαλλία όσο και οι «φασίστες ιμπεριαλιστές» στη Γερμανία. Γνώριζε επίσης ότι για τη Δύση η χώρα του αντιπροσώπευε τον «κομμουνιστικό εφιάλτη». Ομως, για όλες τις πλευρές, το θέμα δεν ήταν οι ετικέτες, αλλά η χρησιμότητα: κομμουνιστές ή φασίστες, σοσιαλιστές ή ναζί δεν άντεξαν στη γοητεία του καιροσκοπισμού.
Διερευνητικές επαφές
Από τις 3 Μαΐου του 1939 ο 49χρονος Βιάτσεσλαβ Μιχαήλοβιτς Μολότοφ ανέλαβε καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών της ΕΣΣΔ. Ο προκάτοχός του, Μαξίμ Μαξίμοβιτς Λιτβίνοφ, υποστήριζε τη δημιουργία ενός αντιφασιστικού μετώπου. Ο Μολότοφ, όμως, δεν είχε πρόβλημα να προσεγγίσει τη Γερμανία, και να συνάψει μαζί της ένα σύμφωνο μη επίθεσης.
Η ευκαιρία δόθηκε στις 19 Αυγούστου, όταν η ΕΣΣΔ υπέγραψε με τη Γερμανία εμπορική συμφωνία. Η Γερμανία διαπραγματευόταν με τη Μόσχα μια εμπορική συμφωνία επταετούς διάρκειας, η οποία θα απέφερε στη Μόσχα ένα σεβαστό ποσό σε αντάλλαγμα για τις πρώτες ύλες που θα εξήγε στο Ράιχ. Χωρίς αμφιβολία, ο Ρίμπεντροπ και ο Χίτλερ γνώριζαν τις προθέσεις του Στάλιν, αφού είχε προηγηθεί πρόταση του Μολότοφ για διεύρυνση της οικονομικής συμφωνίας και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η Γερμανία από την πλευρά της ήθελε να επεκτείνει τις διπλωματικές της συμφωνίες με τη Μόσχα προκειμένου να έχει κλείσει μαζί της κάποια συμφωνία, πριν από τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία.
Ο Στάλιν δεν έκρυβε πλέον τη διάθεσή του να συνεργαστεί με τους ναζί. Σε συνάντηση του Πολιτικού Γραφείου της ΕΣΣΔ στις 19 Αυγούστου, ο ίδιος ο Στάλιν ανέφερε ότι η ΕΣΣΔ όφειλε να συμμαχήσει με τη Γερμανία. Η ύπαρξη αυτής της συνάντησης αμφισβητείται από κάποιους ώς τις μέρες μας.
Στις 20 Αυγούστου του 1939, ο Χίτλερ απέστειλε προσωπικό τηλεγράφημα στον «αγαπητό κύριο Στάλιν». Ο Στάλιν απάντησε προσαγορεύοντας τον Γερμανό δικτάτορα «Καγκελάριο της Γερμανίας Αδόλφο Χίτλερ». Θέμα της επικοινωνίας των δύο δικτατόρων ήταν η επίσκεψη του Ρίμπεντροπ στη Μόσχα. Οταν η συνάντηση «έκλεισε» επίσημα, ο Χίτλερ φέρεται να δήλωσε ενθουσιασμένος «Εξοχα! Εχω τον κόσμο στην τσέπη μου!».
Μοιράζοντας την Α. Ευρώπη
Αποτέλεσμα αυτών των επαφών ήταν η «Συμφωνία μη επίθεσης μεταξύ της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ» ή «Σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ», όπως είναι πιο γνωστό, «βαπτισμένο» από τα ονόματα των δύο υπουργών που το υπέγραψαν τα ξημερώματα της 23ης-24ης Αυγούστου, παρουσία του Στάλιν. Η συμφωνία θα διαρκούσε 10 χρόνια και προέβλεπε ότι οι δυο χώρες θα έρχονταν σε συνεννόηση για διεθνή ζητήματα και δεν θα υποστήριζαν ποτέ συμμαχίες που θα έβλαπταν μία από τις δύο χώρες. Εάν ένας από τους δύο συμβαλλομένους ερχόταν σε διένεξη με τρίτη χώρα, ο άλλος θα παρέμενε ουδέτερος.
Ομως, το πιο ενδιαφέρον μέρος της συμφωνίας ήταν αυτό που αρχικά έμεινε μυστικό και αποχαρακτηρίστηκε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, αν και η ύπαρξή του αποκαλύφθηκε το 1945. Σύμφωνα με το μυστικό αυτό πρωτόκολλο, οι δύο χώρες μοίρασαν μεγάλες εκτάσεις της Ανατολικής και Βόρειας Ευρώπης σε σφαίρες επιρροής. Η Γερμανία θα ήλεγχε το δυτικό μέρος της Πολωνίας, και η ΕΣΣΔ το ανατολικό. Το «μερίδιο» της Σοβιετικής Ενωσης περιείχε την Εσθονία, τη Λετονία, τη Φινλανδία και τη Βεσσαραβία, στα βορειοανατολικά της Ρουμανίας.
Οι δύο πλευρές δεν μπορούσαν να κρύψουν την ικανοποίησή τους μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Ο Στάλιν διαβεβαίωνε τον Ρίμπεντροπ ότι η ΕΣΣΔ είχε σε μεγάλη εκτίμηση τη συμφωνία και έδινε το λόγο της τιμής του ότι δεν θα προδώσει τους νέους του «συνεργάτες». Η υπογραφή του συμφώνου έφερε ανακούφιση και στη γερμανική ηγεσία, η οποία παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα και αδημονούσε για τη θετική τους έκβαση.
Οταν η παγκόσμια κοινή γνώμη πληροφορήθηκε τη συμφωνία, εξέφρασε δικαιολογημένα την έκπληξή της. Γερμανοί, Αγγλοι, Γάλλοι, κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν τι σήμαινε αυτό το έγγραφο. Οταν την 1η Σεπτέμβρη τα γερμανικά στρατεύματα παραβίασαν τα σύνορα με την Πολωνία, οι απορίες άρχισαν να λύνονται. Ακολούθησε η σοβιετική εισβολή από τα ανατολικά και οι δύο εισβολείς σύντομα «κατάπιαν» την Πολωνία. Οπως συμβαίνει όμως στις λυκοφιλίες, ο «μήνας του μέλιτος» έληξε τον Ιούνιο του 1941, όταν περίπου 4.000.000 Γερμανοί και σύμμαχοί τους εισέβαλαν στη χώρα του «αγαπητού κυρίου Στάλιν».