Στον άμεσο απόηχο του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, η Ελλάδα είναι μια χώρα σε βαθιά κρίση οικονομική και ανθρωπιστική. Οι άνθρωποι σε πολλές περιοχές δεν έχουν ακόμη τα αυτονόητα: γάλα, καρφίτσες, παραδοσιακά γεωργικά εργαλεία, όπως τα αλέτρια. Η χώρα μοιάζει με κρανίου τόπο. Το 90% των γεφυρών έχει καταστραφεί, τα λιμάνια και η διώρυγα της Κορίνθου είναι σε κακή κατάσταση. Οι πληγές των χρόνων του πολέμου είναι δύσκολο να κλείσουν, αφού στη διάρκειά του η αγροτική παραγωγή έχει μειωθεί κατά 70% και το 60% του ζωικού κεφαλαίου έχει χαθεί… Η βιομηχανία έχει καταρρεύσει, με την παραγωγή της να εμφανίζεται μειωμένη κατά 82%, ενώ η ναυτιλία έχει “βυθιστεί” κατά 78% σε σχέση με την προπολεμική της χωρητικότητα. Ο ΟΗΕ εκτιμά τις υλικές ζημιές σε 1-2 δισ. προπολεμικά δολάρια. Η ελληνική κυβέρνηση ανεβάζει τον πήχη στα 15 δισ.
Κι οι ζημιές δεν αφορούν μόνο τις υποδομές ή την παραγωγή. Η χώρα έχει βιώσει ολοκληρωτική καταστροφή του νομίσματος, επιστροφή στον αντιπραγματισμό, αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας, πληρωμές εξόδων κατοχής, επιτάξεις, αποθεματοποίηση εμπορευμάτων, καλπάζοντα πληθωρισμός και καταστροφή του τραπεζικού συστήματος. Η φράση “συνολική επανεκκίνηση” είναι στα χείλη όλων στα χρόνια που ακολουθούν.
Είκοσι πέντε κυβερνήσεις σε λίγα χρόνια
Η επανεκκίνηση αυτή όμως δεν είναι εύκολη και ο λόγος δεν είναι μόνο η πείνα, η φτώχεια και το χάος. Στη χώρα, όπου στο διάστημα 1944-1955 έχουν σχηματιστεί όχι μία, ούτε δύο, αλλά 25 κυβερνήσεις, σοβεί ένας καταστροφικός εμφύλιος. Στο δυσμενές αυτό σκηνικό, μέρος της επανεκκίνησης επιχειρείται μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ (1948-1952). Το “νήμα” της μεταπολεμικής οικονομικής ανασυγκρότησης “πιάνουν”, με μοναδικό τρόπο, οι συλλογές του Ιστορικού Αρχείου του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (Ι.Α. ΠΙΟΠ).
Στις συλλογές περιλαμβάνονται ιστορικά τεκμήρια που συνδέονται με έξι ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα (Πειραιώς, Χίου, ΑΤΕ, ΜΤΧΣ, ΕΤΒΑ, ΜΑΚ-ΘΡΑΚ), τα οποία απορρόφησε η Τράπεζα Πειραιώς στο παρελθόν, τέσσερις κρατικούς οργανισμούς, 55 επιχειρήσεις και ορισμένα συλλογικά σώματα εργαζομένων. Πρόκειται για ογκωδέστατο, σε σύγκριση με άλλα ελληνικά τραπεζικά και μη αρχεία, υλικό -16.500 τρέχοντα μέτρα αυτή τη στιγμή- σχετικά παρθένο στην έρευνα.
Χαμηλή απορροφητικότητα εν έτει 1950
Αναλογίες προκύπτουν με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η υπεύθυνη της υπηρεσίας του ιστορικού αρχείου, Ελένη Μπενέκη. Όπως λέει, ένα από τα θέματα στα οποία υπάρχουν αναλογίες εκείνης της εποχής με το σήμερα είναι ότι οι δομές έχουν τα ίδια προβλήματα. Όπως, για παράδειγμα, τη …χαμηλή απορροφητικότητα στους πόρους του σχεδίου Μάρσαλ, που οι Αμερικανοί διαπίστωσαν το 1950. Τα αρχεία δείχνουν ακόμη πώς το κράτος χρειάστηκε να διαμορφώσει εκ νέου τον εαυτό του. Μας δείχνουν επίσης ότι “όταν έχουμε ανάγκη ξένης βοήθειας, θα έπρεπε να περιμένουμε ότι η βοήθεια αυτή κάπως θα παρακολουθείται από τη δανείστρια δύναμη” σημειώνει. Κατά την κ. Μπενέκη, “η ιστορία μας υποψιάζει, η ιστορική κουλτούρα μας κάνει πιο σοφούς. Όταν γνωρίζεις την ιστορία, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορείς να κάνεις προβλέψεις για το τι θα συμβεί στο μέλλον, αλλά ότι γίνεσαι πιο νηφάλιος, αφού η ιστορία μας αποστασιοποιεί από το τώρα” παρατηρεί.
Τι έλεγε ο Αμερικανός επιτηρητής
Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται και στα αρχεία, και για τα οποία μιλάει η κ. Μπενέκη σε επιστημονική συνάντηση του ΠΙΟΠ στη Θεσσαλονίκη, στο Σχέδιο Μάρσαλ, που προέβλεπε ιλιγγιώδη ανασυγκρότηση αυστηρώς εντός τετραετίας, οι ΗΠΑ διατήρησαν την υψηλή εποπτεία κι απέδιδαν τη βοήθεια σε δόσεις ασκώντας παρεμβατικό έλεγχο με κριτήριο την αποτελεσματικότητα. Το 1953, ο Αμερικανός επιτηρητής στην Ελλάδα Tenenbaum έγραφε: “αν κάποιος κάποτε ενδιαφερθεί για την ιστορία του προγράμματός μας στην Ελλάδα, πιστεύω ότι θα έπρεπε τα αρχεία να μιλήσουν μόνα τους … Ίσως δεν έγιναν όλα όσα μπορούσαν να είχαν γίνει, και ίσως δεν έγιναν όλα τα πράγματα τέλεια. Αλλά νομίζω ότι, όσα έγιναν, θα δείξουν ότι έγινε μια δουλειά που ήταν ανάγκη να γίνει…”.
Στην προσπάθεια της οικονομικής ανασυγκρότησης, μέσω και της διαχείρισης της ξένης βοήθειας που δέχθηκε μεταπολεμικώς η χώρα, ενεπλάκησαν ενεργά έξι φορείς. Συγκεκριμένα, τη διαχείριση της ξένης βοήθειας ανέλαβαν η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, η Κεντρική Επιτροπή Δανείων και ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως που αντικατέστησε την τελευταία το 1954.
Η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος διαχειρίσθηκε την παρασχεθείσα από την Ένωση Οργανώσεων Βοηθείας βοήθεια το διάστημα 1945-1948 με αντικείμενο επισιτιστική βοήθεια, γεωργικά εφόδια και ζωικό κεφάλαιο. Ανέλαβε επίσης, αξιοποιώντας το δίκτυό της, την παραλαβή εφοδίων (ειδών διατροφής, ιματισμού, γεωργικού εξοπλισμού κ.λπ.) μέσω των 120 επιλιμενίων κέντρων στη χώρα και την προώθησή τους στα διάφορα κέντρα προορισμού, τη χορήγηση αλιευτικών και γεωργικών δανείων και την ανακούφιση αγροτικών πληθυσμών κοινοτήτων που είχαν γίνει θέατρο επιχειρήσεων του εμφυλίου πολέμου.
Δάνεια προς επιχειρήσεις με επιτόκιο 5%
Το ελληνικό κράτος προσάρμοσε, και πέραν της Αγροτικής Τράπεζας, τις δομές του: δύο οργανισμοί συγκροτήθηκαν κατεξοχήν για να επιτευχθεί η διαχείριση του Σχεδίου Μάρσαλ. Η Κεντρική Επιτροπή Δανείων (1949-1954) και ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως (1954-1964) υπήρξαν από τους κύριους φορείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής της χώρας καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, σε συνεχή επικοινωνία με τη Νομισματική Επιτροπή και το Υπουργείο Συντονισμού.
Ιδρύθηκαν με ειδικές συμβάσεις που υπογράφηκαν από τις αμερικανικές αποστολές στην Ελλάδα, την ελληνική κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος. Ανέλαβαν την ενίσχυση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, βιομηχανικών, γεωργικών, μεταλλευτικών και άλλων σε όλο το φάσμα της ελληνικής οικονομίας, με τη χορήγηση μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων δανείων, μέσω σειράς συμμετεχουσών τραπεζών, με χρόνο αποπληρωμής 20 έτη και επιτόκιο 5%-8%, και επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας με χρόνο αποπληρωμής 30 έτη. Προκρινόταν η χρηματοδότηση έργων που θα συνέβαλαν «εις καθαράν ηυξημένην παραγωγικήν ικανότηταν της ελληνικής οικονομίας».
Δυσκολίες στην εξόφληση
Οι δυσκολίες στην εξόφληση εξαιτίας συνεχών υποτιμήσεων της δραχμής και η μειωμένη απορρόφηση των αμερικανικών κεφαλαίων από την ελληνική οικονομία οδήγησαν στη διάλυση της ΚΕΔ και στην ανάληψη των αρμοδιοτήτων της από τον ΟΧΟΑ. Με προίκα 80 εκατ. δολάρια, ο ΟΧΟΑ την αντικατέστησε με στόχο τη διάχυση αρμοδιοτήτων και την αποφυγή γραφειοκρατικών αγκυλώσεων που είχαν καταγραφεί ενώ παρείχε, επίσης, χρηματοδότηση προς την ΑΤΕ για τη χορήγηση μέσω αυτής γεωργικών δανείων μέσης διάρκειας. Από το υλικό του Ι.Α. ΠΙΟΠ υπολογίζεται ότι 2.500 περίπου επιχειρήσεις μικρές και μεγάλες, λιγότερο ή περισσότερο γνωστές κρίθηκαν για τη δανειοληπτική τους ικανότητα (ή έλαβαν δάνειο) από τους δύο αυτούς οργανισμούς, οι οποίοι είχαν μοναδική πηγή χρηματοδότησης, έως και το 1957 περίπου, κεφάλαια της αμερικανικής βοηθείας.
Ποια ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης είχαν λάβει δάνεια
Σύμφωνα με την κ. Μπενέκη, η προσπάθεια του κράτους για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας συμπληρώθηκε με την ίδρυση, το 1946, ειδικού οργανισμού με σκοπό την άσκηση της ξενοδοχειακής και της εν γένει τουριστικής πίστης. Για την ανασυγκρότηση των τουριστικών υποδομών της χώρας την αμέσως μεταπολεμική περίοδο ιδρύθηκε ως νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου υπό την άμεση εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού, ο Οργανισμός Ξενοδοχειακής Πίστεως που το 1955 μετονομάστηκε σε Οργανισμό Τουριστικής Πίστεως. Στο Ιστορικό Αρχείο ΠΙΟΠ μπορεί κάποιος να βρει φακέλους και καρτέλες δανείων μεταξύ των οποίων η συλλογή που αφορά τη Θεσσαλονίκη είναι σημαντική. Επανέρχονται δανειζόμενοι ο Στυλιανός Ανεζύρης για το “Κοντινεντάλ”, οι αδελφοί Απαλλά για το “Άτλας”, ο Αστέριος Τσιούκαρης για το “Θεσσαλικόν”, οι Αδελφοί Χονδροδήμου για το “Παλλάς”, ο Χρ. Αγγέλου για το “Αίγυπτος”, ο Ι. Ιωαννίδης για το “Βυζάντιον”, ο Ξ. Οικονόμου για το “Αστόρια”, ο Ν.Ντούτσος για το “Τουρίστ” και η Μακεδονικών Ξενοδοχείων Α.Ε. για το “Μεντιτεράνεαν”.
Περί ΒΙΠΕ Σίνδου και “παγωμένων πιστώσεων”
Όσον αφορά τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, αυτή αναλήφθηκε από τον Οργανισμό Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΟΒΑ), από τον οποίο το 1962 έγιναν οι πρώτες ενέργειες για την ίδρυση και οργάνωση Βιομηχανικών Περιοχών (ΒΙΠΕ) στην Ελλάδα. Το 1963, η Γαλλική ημικρατική εταιρεία SCET πρότεινε την ίδρυση ΒΙΠΕ σε Βόλο, Πάτρα, Καβάλα, Ηράκλειο και Θεσσαλονίκη.Δύο χρόνια αργότερα προτάθηκε η οργάνωση της ΒΙΠΕΘ σε έκταση 6.000 στρεμμάτων στη Σίνδο και 2.000 στρεμμάτων στο Ωραιόκαστρο. Το 1966, η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως, στην οποία είχε στο μεταξύ συγχωνευθεί ο ΟΒΑ, ίδρυσε την επιχείρηση που ανέλαβε την πραγμάτωση του θεσμού. Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησαν και οι διαπραγματεύσεις με τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ανάπτυξης του Ο.Η.Ε. (UNIDO) για την παροχή εκτεταμένης οργανωτικής βοήθειας για το σχεδιασμό και τη λειτουργία της ΒΙ.ΠΕ. Θεσσαλονίκης. Η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως, που ιδρύθηκε το 1964, συνέχισε το έργο των προαναφερθέντων οργανισμών και την παρακολούθηση των δανείων που είχαν χορηγηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς τα περισσότερα από αυτά, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, δεν εξυπηρετούνταν κανονικά, αναφερόμενα ως “παγωμένες πιστώσεις”.
Πρόσβαση στα αρχεία με ένα e-mail
Για να έχουν πρόσβαση στα αρχεία, οι ερευνητές αρκεί να στείλουν ένα αίτημα μέσω της ιστοσελίδας του ΠΙΟΠ, με αρκετές λέξεις-κλειδιά, ώστε να εντοπιστεί ευκολότερα το επιθυμητό υλικό, Ακολούθως, για ό,τι είναι ψηφιοποιημένο η εργασία μπορεί να γίνει και στο σπίτι τους, ενώ για τα υπόλοιπα αρχεία μπορούν να επισκέπτονται τις εγκαταστάσεις του ιδρύματος στην Αθήνα, από τις 9 το πρωί ώς τις 5 το απόγευμα.
Η συνάντηση συνδυάζεται με προβολή του ιστορικού ντοκιμαντέρ Angelos Abazoglou, Welcome in Greece Mr. Marshall, καθώς και με ομιλίες των Χάρη Παπασωτηρίου, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων Παντείου Πανεπιστημίου, Μαρίας Καλογεράκη, υπ. διδάκτορος Τμήματος Ιστορίας ΕΚΠΑ και Αντώνη Πολυδώρου, μεταπτυχιακού φοιτητή Τμήματος Ιστορίας Ιονίου Παν/μίου._
Αλ.Γ