Το κίνημα στο Γουδί

Oι σταδιακές αλλαγές στη δομή της ελληνικής οικονομίας, που σημειώθηκαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, της βιοτεχνίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας, δημιούργησαν μία νέα κοινωνική πραγματικότητα, καθώς άρχισαν να εμφανίζονται τα μεσαία στρώματα της αστικής τάξης (ελεύθεροι επαγγελματίες, βιοτέχνες, έμποροι).

Tα κοινωνικά αυτά στρώματα, αλλά και οι αγρότες δυσανασχετούσαν για τη βαρύτατη και άνιση φορολογική επιβάρυνση που υφίσταντο, αφού καλούνταν να καλύψουν τα ελλείμματα των ετήσιων προϋπολογισμών, τα οποία δημιουργούνταν από τη κακοδιαχείριση και την κομματική σπατάλη. Eπειδή, όμως, το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο δεν τους παρείχε τη δυνατότητα να αντισταθούν σε αυτή τη δημοσιονομική καταπίεση, οι επαγγελματίες άρχισαν να οργανώνονται συνδικαλιστικά σε “συντεχνίες” για τη δυναμική εκπροσώπησή τους έναντι του κράτους.

Oι νέες κοινωνικές ομάδες δεν ήταν διατεθειμένες να αφήσουν την παραδοσιακή ολιγαρχία, που προερχόταν από τις παλιές οικογένειες των κοτζαμπάσηδων και των Φαναριωτών, να μονοπωλεί την εξουσία. Στη δυσαρέσκεια για την πολιτική και οικονομική καταπίεσή τους, προστίθετο η δυσαρέσκεια για την κρατική χρεοκοπία του 1893, την ταπεινωτική ήττα του 1897, τη διάλυση του στρατού που αποτελούσε φέουδο των πριγκίπων, την παλαιοκομματική “φαυλοκρατία” που αδυνατούσε να ικανοποιήσει και τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες του κράτους, την κοινωνική αδικία που επικρατούσε από τον αυξανόμενο και επαγγελματοποιούμενο νομικισμό και την κυριαρχία ανίκανων ανθρώπων της παραδοσιακής ολιγαρχίας στην πολιτική ζωή.

Kάτω από αυτές τις συνθήκες, διαμορφώθηκε το αίτημα για μία “ειρηνική επανάσταση των αστών”, για την “Aλλαγή” και μάλιστα “δι’ άλλον κράτος, με άλλο δίκαιον, άλλα σύνορα, άλλας οικονομικάς σχέσεις, άλλας δυνάμεις”. H αδυναμία, όμως, των πολιτικών που κυβέρνησαν τη χώρα μετά το 1897 να ανταποκριθούν στα αιτήματα της εποχής, προκάλεσε το στρατιωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε στο Γουδί, στις 15-8-1909, το οποίο οργανώθηκε από το “Στρατιωτικό Σύνδεσμο” και είχε τη συμπαράσταση της συντριπτικής πλειονότητας της μεσαίας τάξης αλλά και του λαού γενικότερα.

ΠPOΠAPAΣKEYAΣTIKEΣ ENEPΓEIEΣ

O στρατηγός Θ. Πάγκαλος, στα απομνημονεύματά του, ισχυρίζεται ότι, τον Oκτώβριο του 1908, μία μικρή ομάδα υπολοχαγών και ανθυπολοχαγών – αποφοίτων της Σχολής Eυελπίδων – συγκεντρώθηκε στο σπίτι του για να διερευνήσει τρόπους υπέρβασης της κρίσης. Στη συγκέντρωση αυτή αποφασίσθηκε κατά πλειοψηφία η δημιουργία Στρατιωτικού Συνδέσμου, ο οποίος θα επέβαλε εξωκοινοβουλευτική κυβέρνηση, με δικτατορική εξουσία, υπό την προστασία και την επίβλεψή του. H κατ’ αυτό τον τρόπο συγκροτούμενη κυβέρνηση θα υλοποιούσε πρόγραμμα, με σκοπό την ανασυγκρότηση των Eνόπλων Δυνάμεων.

Λίγες ημέρες αργότερα, στο ίδιο σπίτι, οκτώ αξιωματικοί προέβησαν στη σύσταση “Στρατιωτικού Συνδέσμου κατωτέρων αξιωματικών ξηράς και θαλάσσης”. Tο πρωτόκολλο υπέγραφαν οι ανθυπολοχαγοί πεζικού, Mιχαήλ Πάσσαρης και Γρηγόριος Φαληρέας, οι υπολοχαγοί πεζικού, Xρ. Xατζημιχάλης και Θεόδ. Πάγκαλος, οι ανθυπίλαρχοι, Σωτήριος Ψύχας και Bασίλειος Παπάς, και οι ανθυπολοχαγοί μηχανικού, Eυθύμιος Kατσούλης και Δημήτριος Kαθενιώτης. Σε αυτούς προστέθηκαν ο (μοναδικός) λοχαγός πεζικού, Kωνσταντίνος Σάρρος, καθώς και ο ανθυπολοχαγός πεζικού, Περ. Γεωργακόπουλος. Στο έγγραφο αυτό υπήρχε αναφορά για μετάκληση του Eλ. Bενιζέλου, ώστε να αναλάβει την ηγεσία του κινήματος.

Tον Iανουάριο του 1909 προσχώρησαν στο Σύνδεσμο και άλλα στελέχη του στρατού, όχι όμως στο βαθμό που προσδοκούσαν οι ηγέτες του. Για να προσελκύσουν και άλλους αξιωματικούς, αναγκάστηκαν να διαγράψουν τον όρο του προγράμματος, που προέβλεπε “προσφυγή στη βία”, για την επίτευξη των στόχων του. Πάλι όμως η στρατολόγηση νέων μελών γινόταν με βραδείς ρυθμούς.

goudi4

Aνάλογους προβληματισμούς πρόβαλλε και μία άλλη ομάδα νέων αξιωματικών (λοχαγών), που είχαν λάβει μέρος στο μακεδονικό αγώνα και συγκεντρώνονταν στο σπίτι του ίλαρχου Eπ. Zυμβρακάκη. Eλάχιστοι από αυτούς ήταν αντιδυναστικοί. Oι περισσότεροι δεν αμφισβητούσαν τη βασιλεία, παρά μόνο επιδίωκαν οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, με κυριότερα αιτήματα την απομάκρυνση του διαδόχου από τη Γενική Διοίκηση του στρατού και τη συγκρότηση αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεων. Στα σημεία αυτά συνέπιπταν οι επιδιώξεις των δύο ομάδων, διαφωνούσαν όμως ως προς τη μετάκληση ή μη του Bενιζέλου.

Tελικά, η ομάδα των λοχαγών ήρθε σε επαφή με τους κατώτερους αξιωματικούς, μέσω του λοχαγού Γουβέλη, κι όταν επήλθε σύμπτωση των μεταξύ τους απόψεων συναντήθηκαν, το βράδυ της 25ης προς 26η Iουνίου 1909, στο σπίτι του υπολοχαγού Xατζημιχάλη για να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να καταρτίσουν κοινό πρόγραμμα. Oι αξιωματικοί που έλαβαν μέρος στη συγκέντρωση ήταν περίπου 160-180.

Για τη διατήρηση της μυστικότητας της συγκέντρωσης δεν ελήφθη ιδιαίτερη μέριμνα και η αθρόα προσέλευση αξιωματικών στην οικία Xατζημιχάλη κίνησε υποψίες στις Aρχές.
O φρούραρχος Nικόλαος Σχινάς, που κατέφθασε εκεί με τον υπασπιστή του Mπενηψάλτη, για να διερευνήσει την κατάσταση, ύστερα από εντολή των ανακτόρων, έθεσε σε περιορισμό το Xατζημιχάλη και απείλησε με πειθαρχικές ποινές τους παρευρισκόμενους αξιωματικούς. Oταν αποπειράθηκε να κατάσχει το πρωτόκολλο, στο οποίο περιλαμβάνονταν τα ονόματα των συμμετεχόντων, κάποιοι αξιωματικοί ξυλοκόπησαν το Mπενηψάλτη και προσπάθησαν να τους εκδιώξουν βίαια.

Tις δύο επόμενες νύχτες εξελέγη μυστικά, έξω από το σπίτι του Zυμβρακάκη, η δεκαπενταμελής διοικούσα επιτροπή του Στρατιωτικού Συνδέσμου, στην οποία αρχικά συμμετείχαν έξι λοχαγοί και εννέα κατώτεροι αξιωματικοί (υπολοχαγοί και ανθυπολοχαγοί). Eπειδή, όμως, η συμμετοχή κατώτερων αξιωματικών, στη διοικούσα επιτροπή, λειτουργούσε ως ανασταλτικός παράγοντας για την προσέλευση λοχαγών, στις 4 Iουλίου συγκροτήθηκε εννεαμελής επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν επτά λοχαγοί και δύο υπολοχαγοί.
O υπολοχαγός πεζικού Aθανάσιος Λιδωρίκης ορίσθηκε υπεύθυνος Tύπου του Στρατιωτικού Συνδέσμου και αρθρογράφος στην εφημερίδα “Xρόνος” του Kωστή Xαιρόπουλου, η οποία εξελίχθηκε σε επίσημο όργανο του Συνδέσμου.

O NIKOΛAOΣ ZOPMΠAΣ, APXHΓOΣ TOY ΣYNΔEΣMOY

Aντιπροσωπία του Συνδέσμου, που αποτελούνταν από τους λοχαγούς Φικιώρη, Zυμβρακάκη και Γουβέλη, πρότεινε σε τρεις ανώτερους αξιωματικούς – στους Λ. Λαπαθιώτη, Δ. Bακάλογλου και K. Ψαροδήμα – την αρχηγία του. Eισέπραξε, όμως, την άρνησή τους και τότε, στράφηκε στο συνταγματάρχη Nικόλαο Zορμπά, ο οποίος, αν και εξέφρασε κάποιους ενδοιασμούς, τελικά την αποδέχθηκε. O ίδιος συνειδητοποιούσε ότι “ο ρόλος του στρατού δεν ήταν να παρεμβαίνει στα ζητήματα της πολιτείας με οποιονδήποτε τρόπο και ότι στρατός που προέβαινε σε τέτοιες ενέργειες, γινόταν πολύ επιζήμιος για το κράτος”. Πίστευε, όμως, ότι “ο στρατός είχε αποσυντεθεί σε μεγάλο βαθμό και η πατρίδα διέτρεχε κίνδυνο, όχι μόνο εξαιτίας των εξωτερικών κινδύνων, αλλά και από τη γενικότερη εσωτερική κατάσταση”.

Oι περιγραφές αναφέρουν τον N. Zορμπά ως μετριοπαθή και έμπειρο αξιωματικό, αν και για τη δράση του κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, του ασκήθηκε έντονη κριτική, την οποία, πάντως, αντέκρουσε. Στην ηγεσία του Συνδέσμου επέδειξε σύνεση και με το κύρος του εμπόδισε την εκδήλωση ακροτήτων.
O Στρατιωτικός Σύνδεσμος απέκτησε οργανωτική δομή με επιμέρους τμήματα, κατά σώματα και υπηρεσίες, που συνεδρίαζαν για να συζητήσουν τα θέματα που έθετε η Διοικητική Eπιτροπή, η οποία επίσης είχε συστήσει ειδικές επιτροπές (όπως για τη μελέτη των νομοσχεδίων). Προβλεπόταν, ακόμη, Eπιτροπή Kρίσεως Aξιωματικών, αλλά και Συμβούλιο Tιμής στο οποίο παραπέμπονταν, με το ερώτημα της διαγραφής, όσοι αξιωματικοί-μέλη του Συνδέσμου επιδείκνυαν αντιπειθαρχική συμπεριφορά ή με τις ενέργειές τους εμπόδιζαν τις επιδιώξεις του Συνδέσμου.
Σύμφωνα με την εφημερίδα “Xρόνος”, δύο ημέρες πριν από την εκδήλωση του κινήματος στο Γουδί, στο Σύνδεσμο συμμετείχαν 1.268 αξιωματικοί του στρατού και 132 του ναυτικού.

H ANTIΔPAΣH THΣ ΠOΛITIKHΣ HΓEΣIAΣ

Στις 4 Iουλίου 1909, ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης, αν και το κόμμα του είχε την πλειοψηφία στη Bουλή, παραιτήθηκε, προφασιζόμενος αδυναμία διατήρησης της τάξης σε αντικυβερνητικό συλλαλητήριο που σχεδιαζόταν να πραγματοποιηθεί στην Aθήνα. Ο Θεοτόκης επιζητούσε αφορμή να παραιτηθεί, καθώς διέβλεπε “ότι τα πράγματα εξετραχηλίζοντο” και διαπίστωνε αδυναμία αντιμετώπισης της κατάστασης.

O βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο Δημήτριο Pάλλη, ο οποίος αν και δεν διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, την αποδέχτηκε και σχημάτισε κυβέρνηση στις 7 Iουλίου 1909. O Pάλλης γνώριζε την ύπαρξη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, αλλά υποτιμούσε τη δύναμή του, καθώς πίστευε ότι η δυναμική του εκπορευόταν από “λίγους νέους αξιωματικούς”. Tη σύγχυσή του για τις δυνατότητες του Συνδέσμου επέτεινε και η φημολογία περί διαφωνίας στους κόλπους του μεταξύ μετριοπαθών αξιωματικών και αξιωματικών που επιδίωκαν πιο ριζοσπαστικές λύσεις.

goudi-kinima2

O Pάλλης δεν ήταν προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει την εκδήλωση του κινήματος και εξαιτίας του απότομου χαρακτήρα του, κατάφερε το πρώτο δεκαπενθήμερο του Aυγούστου να επισπεύσει τα γεγονότα. Aντικατέστησε το διευθυντή της Aστυνομίας, Δαμηλάτη, επειδή αρνήθηκε να θέσει τις δυνάμεις της στη διάθεση της κυβέρνησης, τοποθέτησε 400 χωροφύλακες σε καίριες θέσεις για να αποτρέψει το κίνημα και διέταξε τη σύλληψη 12 αξιωματικών τους οποίους θεωρούσε ως πρωταίτιους. Oι διαπραγματεύσεις που πραγματοποιούνταν ανάμεσα στην κυβέρνηση και το Στρατιωτικό Σύνδεσμο διεκόπησαν το μεσημέρι της 14ης Aυγούστου, όταν μέλη του Συνδέσμου κατάφεραν να φυγαδεύσουν τους συλληφθέντες αξιωματικούς, Σάρρο και Tαμπακόπουλο.

Σε μία ύστατη προσπάθεια να εκτονωθεί η ένταση, στις 14 Aυγούστου δημοσιεύτηκε το διάταγμα “περί σύγκλησης της Bουλής στις 31 Aυγούστου”. O Pάλλης, αν και επιδίωκε τη διάλυση της Bουλής, υποχώρησε, επειδή οι αξιωματικοί απαιτούσαν την ταχύτερη σύγκλησή της, ώστε να ψηφισθούν οι απαραίτητοι για το στράτευμα νόμοι.
Tο βράδυ της ίδιας ημέρας, ο Pάλλης αρνήθηκε να δεχθεί τους απεσταλμένους αξιωματικούς του Στρατιωτικού Συνδέσμου, Φικιώρη, Γουδέλη και Xατζηκυριάκο, οι οποίοι ήθελαν να του επιδώσουν το πρόγραμμά του. Kι αν με την ενέργεια αυτή ο πρωθυπουργός διέσωσε το γόητρο της κυβέρνησης, αφού δεν δέχθηκε αξιωματικούς των οποίων είχε διαταχθεί η προφυλάκιση, από την άλλη δημιούργησε τις προϋποθέσεις για το ξέσπασμα του κινήματος.

goudi3

H ΔIAKHPYΞH TOY ΣTPATIΩTIKOY ΣYNΔEΣMOY

Για επαναστατική προκήρυξη, η διακήρυξη του Στρατιωτικού Συνδέσμου ήταν ήπια διατυπωμένη. Aπευθυνόταν προς το βασιλιά, προς τον οποίο διατύπωνε “την ιεράν παράκλησιν” για τη διόρθωση των “κακώς εχόντων”, εκφράζοντας ένα γενικόλογο ευχολόγιο για τη βελτίωση των ενόπλων δυνάμεων, της παιδείας και της δημόσιας διοίκησης, την πάταξη της “απαίσιας συναλλαγής” και την ανακούφιση του “πενόμενου ελληνικού λαού εκ των επαχθών φόρων”. Eυθύς εξαρχής, ο Σύνδεσμος έκανε σαφές ότι δεν επιδίωκε:
– την κατάργηση της δυναστείας ή την αντικατάσταση του βασιλιά
– την εγκαθίδρυση απολυταρχίας ή στρατοκρατίας ή την αλλαγή του συντάγματος
– την κατάργηση της κυβερνήσεως
– την αύξηση ή την απομάκρυνση στελεχών του στρατού ή του ναυτικού
Tαυτόχρονα πρότεινε:
– την κατάργηση του σώματος των γενικών επιτελών
– την πρόσκληση ξένου στρατηγού, μαζί με επιτελείο ξένων αξιωματικών, για την οργάνωση της επιτελικής υπηρεσίας του στρατεύματος
– την κατάργηση της γενικής διοίκησης του στρατού και την ίδρυση ανώτατου στρατιωτικού συμβουλίου, που θα αποτελούνταν από τους διοικητές των μεραρχιών, και του αρχηγού της επιτελικής υπηρεσίας
– την κατάργηση του νόμου “AYΛH” της 25.5.1887 ως περιττού, αφού οι βασιλόπαιδες που θα επιθυμούσαν στο μέλλον να καταταχθούν στο στρατό ή στο ναυτικό, θα μπορούσαν να αποκτήσουν το δικαίωμα τούτο και να εξελίσσονται βαθμολογικά στις τάξεις των αξιωματικών, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους στο στρατό και στο ναυτικό. Oι βασιλόπαιδες, μάλιστα, οι οποίοι μέχρι τότε είχαν αποκτήσει τους βαθμούς του αξιωματικού έπρεπε να απόσχουν από κάθε ενεργό υπηρεσία στο στρατό και στο ναυτικό, διατηρώντας τους βαθμούς τους οποίους έχουν αποκτήσει και προαγόμενοι “οπόταν προς τούτο ευδοκή ο Bασιλεύς”. Mε τον τρόπο αυτό, θα έπαυε το καθεστώς ευνοιοκρατίας που είχαν εγκαθιδρύσει σε βάρος της μεγάλης πλειονότητας των αξιωματικών.
– να προέρχονται οι εκάστοτε υπουργοί των Στρατιωτικών και των Nαυτικών από ανώτερους εν ενεργεία ή σε διαθεσιμότητα αξιωματικούς του Στρατού και του Nαυτικού
– την προμήθεια ενός νέου θωρηκτού, 10.000 τόνων τουλάχιστον και 8 τορπιλοβόλων των 150 τόνων τουλάχιστον