Η ανθελληνική στάση της Αυστρίας στην επανάσταση του 1821

Στην αρχή του Αγώνα, τα ευρωπαϊκά κράτη πιστά στις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας, δεν αναγνώριζαν στους Έλληνες το δικαίωμα των εμπολέμων και συνεπώς δεν αναγνώριζαν και τη νομιμότητα τωνόποιων καταδρομών αυτοί έκαναν.

Το  1823, η αναγνώριση από τον υπουργό των Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας Κάνιγκ των Ελλήνων ως εμπολέμων, υπήρξε θετικό βήμα για την Επανάσταση. Ωστόσο η Αυστρία σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης δεν αναγνώριζε τα δίκαια του Ελληνικού έθνους και συμπεριφερόταν προς αυτό, με το χειρότερο δυνατό τρόπο.

Για περισσότερο από δύο δεκαετίες (1792 – 1815), η Ευρώπη σπαρασσόταν από μια γενικευμένη σύγκρουση. Στον πόλεμο αυτό συγκρούονταν κράτη και συστήματα και νικητές υπήρξαν τα λεγόμενα παλαιά καθεστώτα. Στην πλευρά των ηττημένων βρέθηκαν οι δημοκρατικές ιδέες και τα φιλελεύθερα κινήματα που εμπνέονταν από την παράδοση του Διαφωτισμού και ιδίως της Γαλλικής Επανάστασης. Ωστόσο, η νίκη και η παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων δε σήμανε και την εξάλειψη των επαναστατικών ιδεών.

Τα σπέρματα της Γαλλικής Επανάστασης είχαν ήδη ριζώσει βαθιά στην ευρωπαϊκή ήπειρο και διάφορες επαναστατικές ζυμώσεις εξακολουθούσαν να γίνονται μέσα από μυστικές εταιρείες. Έτσι ήταν επιτακτική η ανάγκη για την αντιμετώπισή αυτών των ζυμώσεων με τη διαμόρφωση ενός συστήματος που θα προασπιζόταν την ασφάλεια και την σταθερότητα των Ευρωπαϊκών χωρών και των καθεστώτων τους. Η διασφάλιση αυτής της σταθερότητας ήταν δυνατόν να γίνει μόνο με την αποτροπή νέων επαναστάσεων στα πρότυπα της Γαλλικής και πολέμων, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κατάρρευση των υπαρχόντων καθεστώτων.

Για την επίτευξη των στόχων αυτών συγκροτήθηκε το 1815 στο συνέδριο της Βιέννης, η λεγόμενη Ιερή, Πενταπλή ή Ευρωπαϊκή Συμμαχία, στην οποία συμμετείχαν οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης. H Ιερή Συμμαχία υπήρξε για τη Μεγάλη Βρετανία, τη Ρωσία, την Αυστρία, την Πρωσία και τη Γαλλία το διπλωματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ασκούσανε την εξωτερική πολιτική τους προωθώντας ταυτόχρονα τη σταθερότητα των καθεστώτων τους και τα αντικρουόμενα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντά τους. Ουσιαστικά ήταν απαραίτητη για τις χώρες αυτές μια ελάχιστη συμφωνία κοινής εξωτερικής πολιτικής ως προς την αντιμετώπιση όλων εκείνων των ζητημάτων που θα μπορούσαν να εξελιχτούν σε απειλή για τη σταθερότητα της υπάρχουσας κατάστασης της Ευρώπης. Για το σκοπό αυτό οργανώνονταν συχνά συναντήσεις και συνέδρια στα οποία μετείχαν οι ηγεμόνες και οι πολιτικοί ηγέτες των κρατών αυτών.

Όμως, η πολιτική σταθερότητα δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί σε μια περίοδο γοργών και ριζικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, στην οποία είχε ήδη εισέλθει η Ευρώπη του 19ου αιώνα. H αναντιστοιχία οικονομικο – κοινωνικών εξελίξεων και πολιτικών συστημάτων ήταν η απαραίτητη συνθήκη που ενδυνάμωνε την απήχηση μυστικών επαναστατικών εταιρειών (Φιλική Εταιρία κ. α.). Οι εταιρείες ή αδελφότητες αυτές, εμπνέονταν από συστήματα ιδεών όπως εκείνα του φιλελευθερισμού, του δημοκρατικού ριζοσπαστισμού και του εθνικισμού και ακολουθούσαν οργανωτικά πρότυπα που παρέπεμπαν σε μορφές συνωμοτικής δράσης που είχαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και στις μασονικές στοές.

 

Η Ελληνική επανάσταση ως κίνημα για εθνική απελευθέρωση, διατάρασσε το ευρωπαϊκό καθεστώς με διπλό τρόπο : αμφισβητούσε την υπάρχουσα εξουσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και πρόβαλε την αρχή των εθνοτήτων. Ακόμα, δημιουργούσε ζήτημα για την ισορροπία δυνάμεων στο νότιο – ανατολικό άκρο της Ευρώπης. Άλλωστε υπήρχε η εντύπωση ότι οι Έλληνες επαναστάτησαν με υποκίνηση ή έστω ενθάρρυνση της Ρωσίας και ότι αν επικρατούσαν, οπωσδήποτε θα ήταν υπό την επιρροή της, ως ομόδοξοι.

Ήταν λογικό λοιπόν ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, να αντιμετωπιστεί στην αρχή τουλάχιστον αρνητικά από μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής διπλωματίας και να εμφανίζεται από αυτή, ως τμήμα της διεθνούς επαναστατικής κινήσεως της εποχής. Κυριότερος εκφραστής αυτής της πολιτικής ήταν ο καγκελάριος της Αυστρίας πρίγκιπας Μέττερινχ, κατεξοχήν θιασώτης της σταθερότητας.

Γενικά μπορεί να ειπωθεί ότι η πολιτική της Αυστρίας, οφειλόταν στην αντίθεση της προς της επαναστάσεις και στα ιδιαίτερα συμφέροντα της, ειδικότερα στις βλέψεις της για εδαφική επέκταση στη Βαλκανική, που θα εμποδιζόταν από τη δημιουργία σ΄ αυτή χριστιανικών κρατών. Έτσι σε όλη τη διάρκεια της Ελληνικής επανάστασης η Αυστρία προσπάθησε να την πολεμήσει τόσο στα πεδία της διπλωματίας, προσπαθώντας να συμπαρασύρει στις απόψεις της και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις, όσο και στο πεδίο του μαχών, προκαλώντας προβλήματα με το Στόλο της στον ελληνικό Στόλο και βοηθώντας τις τουρκικές αρχικά και τις αιγυπτιακές αργότερα δυνάμεις. Στη πραγματικότητα η συμπεριφορά του πολεμικού ναυτικού της Αυστρίας ήταν τουλάχιστον άσχημη και οι απαιτήσεις του αναιδείς. Ο αυστριακός στόλος δεν έχανε την ευκαιρία να επιτίθεται εναντίον Ελλήνων και ελληνικών πλοίων και με τη δύναμη των όπλων να προσπαθεί να επιβάλλει τις απόψεις του. Και αυτά με την πρόφαση ότι οι Έλληνες ασκούσανε πειρατεία.
Ωστόσο είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια της Ελληνικής επαναστάσεως ορισμένοι Έλληνες λήστευαν τα ευρωπαϊκά πλοία και μερικές φορές κακοποιούσαν τα πληρώματα τους.

Το χειρότερο όμως ήταν ότι όλα αυτά γίνονταν πολλές φορές με τη κάλυψη εγγράφων της κυβέρνησης. Τα πλοία που συλλαμβάνονταν μεταφέρονταν στην έδρα της κυβέρνησης και καταδικάζονταν από δικαστήρια των επαναστατημένων Ελλήνων που πολλές φορές δεν ήταν σύμφωνα με τους όρους τις διεθνής νομιμότητας. Τελικά ολόκληρη η Ευρώπη αγανάχτησε από αυτή τη κατάσταση. Οι ναύαρχοι των ευρωπαϊκών δυνάμεων οργίστηκαν από τη διαγωγή των Ελλήνων και κατέκριναν δριμύτατα την Ελληνική κυβέρνηση ως ανίσχυρη και κακοήθη.

Έτσι το 1828, την ανάγκασαν να διακηρύξει θέλοντας και μη, ότι δεν επιτρέπονταν πλέον παράνομες ενέργειες με καμιά δικαιολογία, ή σύλληψη πλοίων με ουδέτερη σημαία, ότι μπορούσαν να αιχμαλωτιστούν μόνο όσα πλοία αποδεικνύονταν ένοχα για την παραβίαση αποκλεισμού φρουρίων και ότι οι παραβάτες αυτών των κανόνων θεωρούνταν πειρατές έστω και αν ήταν εφοδιασμένοι με ταξιδιωτικά έγγραφα. Ωστόσο αν τα πλοία με ουδέτερη σημαία πάθαιναν πολλά κακά συνήθως άδικα από τους Έλληνες, τρισχειρότερα πάθαιναν τα αυστριακά, επειδή οι Έλληνες θεωρούσαν και με το δίκιο τους, τους Αυστριακούς ίδιους με τους Τούρκους.

Και αυτό γιατί τα περιστατικά που σημειώθηκαν από τον αυστριακό Στόλο εναντίον των Ελλήνων ήταν πάρα πολλά. Χαρακτηριστικά στις πηγές αναφέρεται ότι :Τον Οκτώβριο του 1823, Αυστριακός μοίραρχος έπιασε 22 Έλληνες σαν πειρατές και τους παρέδωσε στο διοικητή της Σμύρνης, ο οποίος τους έστειλε με φρουρά στα Μουδανιά για να μεταφερθούν από κει στην Κωνσταντινούπολη. Οι συλληφθέντες έφτασαν στα Μουδανιά δεμένοι από τις ουρές των αλόγων τα οποία ίππευαν οι φρουροί τους, επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο με 17 Τούρκους ναύτες και ρίχτηκαν στο αμπάρι. Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι ενώ όμως το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος είχε πέσει για ύπνο, οι Έλληνες κατάφεραν να λυθούν, ανέβηκαν στο κατάστρωμα, άρπαξαν τα όπλα και σκότωσαν ή έριξαν στη θάλασσα του Τούρκους. Στη συνέχεια, φόρεσαν τα ρούχα τους, διέσχισαν χωρίς να πάθουν το παραμικρό τον Ελλήσποντο και ξέφυγαν επιδέξια από τα εχθρικά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα εκεί και έφτασαν σώοι στα Ψαρά.

Ο Ακκούρτης ήταν κυβερνήτης της αυστριακής φρεγάτας «Ήβη». Με την ιδιότητα του αυτή δημιούργησε πολλά προβλήματα στο Αιγαίο και έφερε ανυπολόγιστες ζημιές στους Έλληνες ναυτικούς τους οποίους χαρακτήριζε πειρατές. Επίσης βοηθούσε σκανδαλωδώς τα αυστριακά πλοία τα οποία μετέφεραν λαθρεμπόριο, άλλα μεν απελευθερώνοντας τα αυθαίρετα από τα ελληνικά λιμάνια, όπου ρυμουλκόντουσαν μετά τη σύλληψη τους για να δικασθούν, άλλα προασπιζόμενα με νηοπομπή. Η δράση του Ακκούρτη εντάθηκε τα έτη 1824 και 1825, οπότε και πολλά ήταν τα κρούσματα πειρατείας που συνέβησαν, εξαιτίας της απελπισίας που γεννούσε ο πόλεμος στους Έλληνες. Ένας μάλιστα από τους καταδιωχθέντας από τον Ακκούρτη, ήταν και ο Υδραίος Ιωάννης Ζακάς που είχε διακριθεί σε 17 ναυτικές εκστρατείες, ακόμα και εναντίον της πειρατείας.

Από το 1825, ως πλοίαρχος μετείχε διαφόρων επιδρομών κατορθώνοντας να διαφύγει πολλές φορές από τον αυστριακό στόλο. Οι υπόλοιπες ξένες ναυτικές μοίρες που τηρούσαν σχετική ουδετερότητα, υπό το πρίσμα της καθαρής
φιλανθρωπίας, επανειλημμένως υπέδειξαν στον Ακκούρτη το άτοπο της διαγωγής του, χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν να του αλλάξουν στάση. Το 1825 η Μύκονος υπέστη την επιδρομή του Αυστριακού ναυάρχου Παλούκα, με την ψευδή δικαιολογία ότι δήθεν οι Μυκονιάτες ενεργούσαν πειρατεία, ενώ στη πραγματικότητα αυτός με εντολή της κυβερνήσεως του προσπαθούσε να τιμωρήσει του Έλληνες ναυτικούς για την συμμετοχή τους στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Μετά την ναυμαχία του Καφηρέα (Μάιος 1825), ένα τούρκικο πλοίο, καταδιώχθηκε από δύο ελληνικά μπρίκια και έπεσε στους βράχους της Σύρου όπου την έκαψε το πλήρωμα της. Οι πλοίαρχος και οι 200 άντρες του, με 25 ευρωπαίους μεταξύ τους, παραδόθηκαν στους κατοίκους της Σύρου οι οποίοι περισσότερο φοβήθηκαν παρά φόβισαν τους ναυαγούς και βγήκαν να τους συναντήσουν κρατώντας λευκή σημαία. Όμως στη συνέχεια ο όχλος κακοποίησε τους ευρωπαίους, σκότωσε μερικούς Τούρκους και έστειλε τους υπόλοιπους στην Ύδρα.

Στη ναυμαχία του Καφηρέα, από τον αιγυπτιακό στόλο, μεταξύ άλλων, βούλιαξε ένα πλοίο και χάθηκαν 300 άντρες από τους οποίους πολλοί ήταν Κοζάκοι, Αυστριακοί και Αρμένιοι και αιχμαλωτίσθηκαν 5 φορτηγά με αυστριακή σημαία που μετέφεραν μπαρούτι, κανόνια και άλλα πολεμικά είδη για τους πολιορκητές του Μεσολογγίου. Ο Ακκούρτης, χωρίς ντροπή ζήτησε αποζημίωση ακόμα και για τα πλοία με αυστριακή σημαία τα οποία συνόδευαν τον αιγυπτιακό Στόλο στη ναυμαχία του Καφηρέα και είχαν συλληφθεί από τους Έλληνες, επειδή μετέφεραν εφόδια των εχθρών.

Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι το 1825, είχε εμφανισθεί για δεύτερη φορά τον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης στα ελληνικά ύδατα, ο αμερικανικός στόλος υπό τον ναύαρχο Ρότζερ. Ο κατάπλους του καταθορύβησε τους Τούρκους και την ευρωπαϊκή διπλωματία, γιατί πιθανολογούσαν πρόθεση επέμβασης των ΗΠΑ υπέρ των Ελλήνων, μετά από διαφαινόμενη φιλελληνική στάση τους. Για το σκοπό αυτό, το Γάλλος ναύαρχος της Μεσογείου Ερρίκος Δεριγνύ προσπαθώντας να εξιχνιάσει το σκοπό της επισκέψεως του αμερικανικού Στόλου επισκέφθηκε επανειλημμένα τον Ρότζερ, στον οποίο κατηγορούσε την ελληνική διοίκηση για τα εμφανιζόμενα πειρατικά κρούσματα. Έλαβε όμως από τον Αμερικανό ναύαρχο την εξής απάντηση : «η πειρατεία είναι ένα από τα μέσα τα οποία έχουν απομείνει στους Έλληνες και η κοινή γνώμη θα τους συγχωρήσει για αυτό». Ακόμα το Σεπτέμβριο του 1825, αφού ο αμερικανικός στόλος επισκέφθηκε τη Σμύρνη, έπλευσε στο Ναύπλιο όπου κατά την είσοδο του στο λιμάνι, ύψωσε την Ελληνική σημαία. Στο διάστημα της παραμονής του Στόλου των ΗΠΑ έγιναν ανταλλαγές επισκέψεων με την ελληνική διοίκηση. Με αυτό τον τρόπο, οι ΗΠΑ αναγνώριζαν στην Ελλάδα πλήρη υπόσταση Κράτους και όχι απλά ενός επαναστατημένου λαού.

Στα μέσα Ιουνίου του 1826, δύο ελληνικά πλοία έπλεαν έξω από το ακρωτήριο της Μυτιλήνης για να κατασκοπεύσουν τους εχθρούς. Μόλις είδαν μια κορβέτα με τουρκική σημαία την πλησίασαν έτοιμα για μάχη. Η κορβέτα όμως κατέβασε την τουρκική σημαία, ύψωσε την αυστριακή κα χωρίς να μιλήσει καθόλου με τους Έλληνες, άρχισε να κανονιοβολεί τα ελληνικά πλοία συνεχώς μέχρις ότου τα ανάγκασε να απομακρυνθούν. Παρόμοιες ενέργειες εξόργισαν τους αγωνιζόμενους Έλληνες εναντίον των αυστριακών ναυτικών, οι οποίοι δίκαια ή άδικα ταλαιπωρούμενοι, ζητούσαν τη βοήθεια της κυβέρνησης τους κάθε φορά που επέστρεφαν στη πατρίδα τους. Η αυστριακή κυβέρνηση για να ικανοποιήσει τους ναυτικούς της και να προστατεύσει τη σημαία της, έστειλε εκείνο το καλοκαίρι μέρους του Στόλου της στο Αιγαίο υπό τον ναύαρχο Παβλούτσι. Ο Στόλος αυτός που τον αποτελούσαν ένα δίκροτο, μια φρεγάτα μια κορβέτα και δύο γαλέτες αντί να πάει πρώτα στο μέρος όπου βρισκόταν η ελληνική κυβέρνηση για να ζητήσει ικανοποίηση και αν δεν εισακουόταν να κάνει όσα σχεδίαζε, πήγε κατευθείαν στη Μύκονο όπου αποβίβασε 500 στρατιώτες και πυροβολητές και απείλησε ότι θα έκαιγε την πόλη, αν δεν έπαιρνε χρηματική ικανοποίηση για ένα αυστριακό πλοίο που είχε πέσει θύμα πειρατείας από τους Έλληνες.

Καθώς βρισκόταν εκεί, αγκυροβόλησε κοντά του ανύποπτη πολεμική γολέτα του ελληνικού ναυτικού. Ο πλοίαρχος της, ο Δεκρόζης πήγε αμέσως να επισκεφτεί τον αυστριακό Ναύαρχο σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Ο Παβλούτσι, που ήταν γνωστός του, τον κάλεσε σε γεύμα στη διάρκεια του οποίου έστειλε κρυφά μερικές βάρκες, κατάλαβε τη γολέτα και διαμοίρασε τους αξιωματικούς της σαν κρατούμενους στα διάφορα πλοία του Στόλου του.

Ύστερα εξέτασε το ημερολόγιο και υπόλοιπα έγγραφα της γολέτας και αφού τα βρήκε εντάξει άφησε ελεύθερο το πλοίο, τον πλοίαρχο και τους αξιωματικούς. Συγχρόνως όμως, έκαψε ένα μίστικο που βρισκόταν εκεί και είχε εξοπλιστεί σύμφωνα με τις εντολές του Χάμιλτον2 για την καταδίωξη των πειρατών, με την αιτιολογία ότι ήταν πειρατικό. Στις 9 Ιουλίου, ο Παβλούτσι πήγε στην Τήνο όπου βρισκόταν δύο ελληνικά πλοία του Λαλεχού και του Κυριακού στην υπηρεσία επιτροπής που είχε στείλει η ελληνική κυβέρνηση για την είσπραξη αναγκαστικού δανείου.

Την επόμενη κάλεσε στο πλοίο του τα μέλη της επιτροπής και τους πλοιάρχους των ελληνικών πλοίων, στους οποίους δήλωσε ότι θεωρούσε εθνικά τα δύο πλοία και είχε αποφασίσει να τα κατάσχει για όσα αδικήματα είχαν διαπράξει άλλοι Έλληνες, μη σεβόμενοι την σημαία του αυτοκράτορα του. Η επιτροπή απάντησε ότι τα πλοία ήταν ιδιωτικά και ότι μια τέτοια πράξη θα αδικούσε το Ελληνικό έθνος, αφού θα ελαττωνόταν έτσι η μικρή ναυτική δύναμη του σε καιρό κινδύνου, ότι η επιτροπή δε θα μπορούσε να εισπράξει το δάνειο χωρίς εκείνη τη μικρή ναυτική δύναμη, ότι ο ναύαρχος έπρεπε να γνωστοποιήσει τις απαιτήσεις του στην ελληνική κυβέρνηση και ότι κανένας άλλος ναύαρχος με παρόμοιες απαιτήσεις δεν επιχείρησε ποτέ να βλάψει ολόκληρο το έθνος.

Ο Παβλούτσι απάντησε ότι «καταλαβαίνω όσα λέτε και λυπάμαι σαν άνθρωπος, αλλά σαν Αυστριακός Ναύαρχος είμαι υποχρεωμένος να αναγκάσω τους Έλληνες να σέβονται την Αυλή μου». Ύστερα έστειλε μερικές οπλισμένες βάρκες και κατέλαβε τα δύο ελληνικά πλοία. Την επόμενη ζήτησε χρηματική αποζημίωση για να τα αφήσει ελεύθερα. Το πλοίο του Κυριακού εξαγοράστηκε αυθημερόν και στη συνέχεια έγινε το ίδιο και με το πλοίο του Λαλεχού. Μια ημέρα αργότερα έτυχε να φτάσει εκεί η μοίρα του Σαχτούρη με κατεύθυνση τη Σάμο.

Το πλοίο του Φωκά «Θεμιστοκλής», πέρασε περίπου εκατό οργιές μπροστά από την πλώρη της αυστριακής ναυαρχίδας. Ο Παβλούτσι που θεώρησε προσβλητική την πορεία του ελληνικού πλοίου, έδωσε σήμα και αμέσως όλος ο Στόλος του κανονιοβόλησε σαν να ήταν εχθρικό πλοίο το «Θεμιστοκλής» έσπασε τα δύο κατάρτια του και τρύπησε την πρύμνη του, αναγκάζοντας το να αγκυροβολήσει στη Σύρο για επισκευή, με αποτέλεσμα να εμποδιστεί η συμμετοχή του στην εκστρατεία της Σάμου.

Ο Παβλούτσι, αφού ακρωτηρίασε έτσι το ελληνικό Ναυτικό εκείνη τη κρίσιμη ώρα, ειδοποίησε όχι την ελληνική κυβέρνηση όπως έπρεπε, άλλα τους προκρίτους της Ύδρας, σχετικά με το σκοπό της αποστολής του. Ανακοίνωσε ότι δεν επεδίωκε να βλάψει ή να ενοχλήσει τα ελληνικά πλοία μικρά η μεγάλα, εμπορικά ή αλιευτικά ή ακόμα και τα ένοπλα που διέθεταν έγγραφα της κυβέρνησης, εφόσον δεν έβλαπταν πλοία με αυστριακή σημαία, δεν ενοχλούσαν ή δεν λεηλατούσαν όσα έπλεαν με πολεμική συνοδεία και περιορίζονταν στη σύλληψη μόνο εκείνων που μετέφεραν είδη απαγορευμένα σε καιρό πολέμου και προσπαθούσαν να μπουν σε τουρκικά λιμάνια που είχαν αποκλειστεί από ελληνικά πλοία.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση αυτή, το δικαίωμα της σύλληψης πλοίων υπό αυστριακή σημαία περιορίζονταν σε όσα παραβίασαν στους αποκλεισμούς και έτσι επιτρεπόταν να μεταφέρονται ανεμπόδιστα υπό αυτή τη σημαία τουρκικά στρατεύματα που μπορούσαν να αποβιβαστούν σε οποιαδήποτε ελληνική περιοχή πολεμοφόδια, τρόφιμα, αποσκευές ή χρήματα σε τουρκικά στρατόπεδα και οποιαδήποτε τουρκική ιδιοκτησία από το ένα μέρος στο άλλο. Ακόμα, ο ναύαρχος ανακοίνωσε ότι θεωρούσε ένοχο και αξιόποινο ολόκληρο το νησί από το οποίο θα ξεκινούσαν πειρατικά πλοία.

Τα έλεγε αυτά, ενώ ούτε ο ίδιος ούτε κανένας άλλος αγνοούσε ότι πλήθη κατεστραμμένων ανθρώπων που είχαν συγκεντρωθεί σε μερικά νησιά αναγκάζονταν να ζουν αρπάζοντας και ληστεύοντας και καθώς ήταν ισχυρότεροι από τους φιλήσυχους κατοίκους εκείνων των νησιών, όχι μόνο δεν υπάκουαν στις τοπικές αρχές αλλά έφταναν να καταπιέζουν και τους ντόπιους. Μετά από αυτές τις ενέργειες και τις ανακοινώσεις του ο Παβλούτσι, αναχώρησε για την Τήνο.
Προηγουμένως όμως έγινε αυτοχειροτόνητος προστάτης των καθολικών Ελλήνων, ειδοποιώντας εγγράφως τους προκρίτους του νησιού, ότι αν στη διάρκεια της απουσίας του κακοποιούνταν ή ζημιώνονταν οι καθολικοί, μόλις επέστρεφε όχι μόνο θα τους αποζημίωνε και θα τιμωρούσε τους υπεύθυνους αλλά θα τιμωρούσε παράλληλα και τους προκρίτους ως υπεύθυνους για την ασφάλεια των καθολικών. Από το άλλο μέρος υποσχόταν στους προκρίτους τη φιλάνθρωπη και γενναία προστασία του σε περίπτωση ανάγκης, εφόσον έδειχναν με τη διαγωγή τους ότι ήταν άξιοι για αυτή. Στις 11 Αυγούστου, ο Παβλούτσι έφτασε με ολόκληρο το στόλο του στη Νάξο και ζήτησε από το κοινό 8.500 γρόσια σαν αποζημίωση για τις πειρατικές ενέργειες μερικών ντόπιων και ξένων που βρισκόταν στο νησί. Ζήτησε επίσης ικανοποίηση για προσβολή του αυστριακού προξένου και της σημαίας του προξενείου. Επιπλέον απαίτησε να δοθεί όρκος για τη μελλοντική ασφάλεια των προξένων, των καθολικών και των κατοίκων του νησιού που βρίσκονταν υπό ξένη προστασία. Επειδή όμως οι απαιτήσεις του δεν έγιναν δεκτές αποβίβασε την επομένη κανόνια και 800 στρατιώτες και πολιόρκησε την πόλη από ξηρά και θάλασσα, την κανονιοβόλησε και δεν επέτρεπε την έξοδο ούτε στις γυναίκες, στα παιδιά και στους ασθενείς.

Την ίδια μέρα ο Ζίμπουργκ αρχηγός των δυνάμεων της ξηράς, διακήρυξε τα ίδια προς τους Ναξιώτες, απαιτώντας παράλληλα την παράδοση των όπλων τους. Όλοι οι κάτοικοι του νησιού αντέδρασαν στον τελευταίο όρο, αλλά πήγαν με συνοδεία στο σπίτι του Αυστριακού αντιπρόξενου ζήτησαν συγνώμη ορκίστηκαν για την ασφάλεια των προξένων και των καθολικών και ύψωσαν την αυστριακή σημαία. Μετά από αυτά ο Ζίμπουργκ εξέδωσε δεύτερη διακήρυξη με την οποία δικαιολογούσε την παράδοση των όπλων για την ησυχία του νησιού, επέτρεπε την επικοινωνία της πόλης με τα χωριά από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου και περιόριζε την οργή και την τιμωρία του, μόνο σε όσους προέβαιναν σε πειρατικές ενέργειες. Αφού πληρώθηκαν τα χρήματα που είχε ζητηθεί, η ναυαρχίδα έφυγε στις 22 του μήνα και τα υπόλοιπα πλοία μετά από δύο μέρες. Στο διάστημα της παραμονής στη Νάξο, ο ναύαρχος δε σταμάτησε ούτε στιγμή να κατηγορεί τους Έλληνες σαν αποστάτες εναντίον του νόμιμου βασιλιά τους και να τους παρακινεί να ζητήσουν το έλεος του για να ξαναγυρίσουν στο καθήκον τους για να μην υποστούν πλήρη εξολόθρευση.

Αναμφισβήτητα, ο Παβλούτσι είχε δίκιο να υποχρεώσει του υπευθύνους σε επιστροφή όσων είχαν αρπάξει και να τους τιμωρήσει για τις πράξεις τους. Γιατί όμως να τιμωρήσει ολόκληρη την αθώα πόλη; Μήπως δεν ήξερε από τον πρόξενο ότι η κοινότητα δεν είχε την δύναμη να επιβληθεί στους ενόχους, δεδομένου ότι καταπιεζόταν από τους Κρητικούς που είχαν καταφύγει εκεί και είχε η ίδια ανάγκη υπεράσπισης; Με πιο δικαίωμα εξάλλου έκανε όσα έκανε για να υπερασπιστεί τον πρόξενο ο οποίος ήταν κάτοικος της Νάξου και κατά συνέπεια Έλληνας πολίτης; Η Αυστρία δεν είχε ούτε συνθήκη για την τοποθέτηση προξένων στην Ελλάδα ούτε καμιά άλλη πολιτική σχέση μαζί της. Αντίθετα φερόταν εχθρικά και απάνθρωπα εναντίον της. Πώς απαιτούσε λοιπόν την ύψωση της σημαίας της και την εγκατάστασης προξένων; Με ποιο δικαίωμα αυτοανακηρύχθηκε προστάτης των καθολικών της Νάξου που όλοι ήταν Έλληνες πολίτες; Ακόμα κι αν τους θεωρούσε υπηκόους της Τουρκίας, ο σουλτάνος είχε αναγνωρίσει σαν μοναδική προστάτρια τους τη Γαλλία, υπό της προστασία της οποίας (και όχι της Αυστρίας) πολλές φορές οι καθολικοί του Αιγαίου αρνούνταν ακόμα και να πληρώνουν τους νόμιμους φόρους.

Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό ότι με αυτή τη τακτική του αυστριακού ναυτικού απέναντι στους Έλληνες, η καταδιωκόμενη και ταλαιπωρούμενη Ελλάδα δεν είχε άδικο να μη σέβεται τη σημαία της Αυστρίας όπως σεβόταν τις άλλες Δυνάμεις και να την θεωρεί εχθρική χώρα. Τελικά, ο Παβλούτσι έφυγε από τη Νάξο και πήγε στο Ναύπλιο όπου έδρευε η ελληνική κυβέρνηση. Εκεί υποψιάστηκε ότι οι Έλληνες σχεδίαζαν να κάψουν το πλοίο του και για το λόγο αυτό το πλήρωμα του έμενε άγρυπνο τις νύχτες και κατασκόπευε τα ελληνικά πλοία που έμπαιναν ή έβγαιναν από το λιμάνι. Πραγματικά, ορισμένοι Έλληνες είχαν συλλάβει ένα τέτοιο σχέδιο αλλά η κυβέρνηση το πληροφορήθηκε και δεν επέτρεψε την πραγματοποίηση του. Ο Παβλούτσι είτε επειδή φοβήθηκε είτε επειδή κατάλαβε πόσο κακή ήταν η διαγωγή του, φάνηκε από τότε πιο συγκαταβατικός, κάλεσε σε γεύμα μερικά μέλη της κυβέρνησης και δέχτηκε να δίνει μια μεικτή επιτροπή για την αναθεώρηση ορισμένων αποφάσεων του ναυτικού δικαστηρίου.

Παρά τη καλύτερη όμως διαγωγή του ένα από τα πλοία του, έκανε στο νησί Θερμιές με εντολή του όσα είχε κάνει κι ο ίδιος στη Νάξο. Και αυτό γιατί πέντε χρόνια πριν, είχε ναυαγήσει στο ακρωτήριο Άγιος Δημήτριος του νησιού εκείνου, ένα σουηδικό πλοίο του οποίου το φορτίο άρπαξαν μερικοί από τους κατοίκους του χωριού Σύλλακα. Ο υποπρόξενος της Αυστρίας που εκτελούσε ταυτόχρονα και χρέη υποπρόξενου της Σουηδίας, είχε ζητήσει πολλές φορές αποζημίωση αλλά δεν είχε πετύχει τίποτα. Έτσι στις 30 Αυγούστου, αγκυροβόλησε στο λιμάνι των Θερμιών το αυστριακό μπρίκι «Ωρίων» και ο κυβερνήτης του ο Αλμπέρτι απαίτησε την αποζημίωση μέσα σε 24 ώρες, αλλά οι κάτοικοι του χωριού ζήτησαν μεγαλύτερη προθεσμία. Την άλλη νύχτα οι βοσκοί του νησιού είδαν ενόπλούς να βαδίζουν προς το χωριό, τους θεώρησαν ληστές και άρχισαν να φωνάζουν για να ειδοποιήσουν τους χωρικούς. Εκείνοι άκουσαν τις φωνές και άρχισαν να πυροβολούν μέσα στη νύχτα, ενώ οι γυναίκες έτρεξαν στα βουνά για ασφάλεια. Μετά από λίγο όμως πληροφορήθηκαν ότι οι άγνωστοι ήταν Αυστριακοί, που μετέφεραν κανόνια για να τιμωρήσουν τους απείθαρχους χωρικούς. Τότε δόθηκε η αποζημίωση χωρίς την παραμικρή αναβολή κι έτσι σώθηκε το χωριό που κινδύνεψε να καταστραφεί από τις ενέργειες τριών μόνο ατόμων.

Στο τέλος Σεπτεμβρίου ο Παβλούτσι ξαναγύρισε στο Ναύπλιο και βρήκε εκεί να δικάζεται το εμπορικό αυστριακό πλοίο «Μακντόναλντ». Το ελληνικό πλοίο που το είχε συλλάβει, διέθετε κανονικά έγγραφα και συνεπώς δεν υπήρχε παρανομία ή παράβαση των κανονισμών. Ο Παβλούτσι όμως, με το αιτιολογικό ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε το δικαίωμα να συλλαμβάνει αυστριακά πλοία το πήρε με τη βία. Η κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε για την αυθαιρεσία και ζήτησε να μη διακοπεί η εντελώς νόμιμη δίκη του πλοίου, αλλά εκείνος αδιαφόρησε για τα ελληνικά δίκαια. Αυτές ήταν οι ενέργειες του αυστριακού ναυτικού εκείνο το χρόνο, από τις οποίες δυσανασχέτησε όλη η Ελλάδα και οργίστηκε όλη η Ευρώπη.

Τον Ιούλιο του 1827, κινδύνεψε να καταστραφεί όλος ο στόλος των Σπετσών μέσα στο λιμάνι του νησιού, από τους Αυστριακούς εχθρούς του ελληνικού αγώνα. Δύο πλοία των Σπετσών, του Ανάργυρου Λεμπέση και του Γιάννη Κούτση συνέλαβαν έξω από την Πρέβεζα τέσσερα αυστριακά που μετέφεραν ξυλεία από την Τεργέστη στην Αλεξάνδρεια και είχαν σκοπό να εφοδιάσουν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Τα ελληνικά πλοία συνέλαβαν τα αυστριακά και έστειλαν τα φορτία που ήταν τουρκική ιδιοκτησία και έστειλαν τα έγγραφα τους στο ναυτικό δικαστήριο του Ναυπλίου για εξέταση. Τότε έτυχε να ναυλοχεί στο λιμάνι του Ναυπλίου, ο Αυστριακός ναύαρχος Ερρίκος Φραγκίσκος Δάνδολος, ο οποίος ήταν διάδοχος του Παβλούτσι, με τα πλοία «Μπελόνα» και «Ευνώ» και είχε ως αποστολή την καταδίωξη των πειρατικών πλοίων τα οποία ενοχλούσαν τα αυστριακά.

Ο Δάνδολος τότε ζήτησε να δει τα έγγραφα τα έγγραφα των ελληνικών πλοίων. Όταν τα έλαβε τα κράτησε μονολότι είχε δώσει το λόγω του ότι θα τα επέστρεφε. Στις 18 Ιουλίου, κατάπλευσε στις Σπέτσες απαιτώντας να του δοθούν τα πλοία που είχαν συλληφθεί κα τα φορτία τους. Το κοινό αντέδρασε υποστηρίζοντας ότι ορισμένα είχαν καταδικαστεί και τα υπόλοιπα βρισκόταν ακόμα σε δίκη και την παρέπεμψε στο δικαστήριο και την κυβέρνηση. Εκείνος απάντησε ότι δεν αναγνώριζε ούτε δικαστήριο ούτε κυβέρνηση και άρχισε να βομβαρδίζει την πόλη και το λιμάνι της.

ΟιΣπετσιώτες απροετοίμαστοι για να τον αντιμετωπίσουν μέσα στο λιμάνι, έσπευσαν να εξευμενίσουν τον επιδρομέα παραδίδοντας του τα τέσσερα αυστριακά πλοία. Ο Δάνδολος τα παρέλαβε πριν ολοκληρωθεί η δίκη και σταμάτησε να κανονιοβολεί αλλά, απαίτησε 6.000 δίστηλα μέσα σε δύο ώρες ως αποζημίωση για άλλο φορτίο που είχε καταδικαστεί άδικα όπως υποστήριζε, τον προηγούμενο Ιανουάριο από το ναυτικό δικαστήριο. Πριν όμως περάσουν οι δύο ώρες αναγκάστηκε να απομακρυνθεί εξαιτίας σφοδρού ανέμου. Η κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε για τις αυθαίρετες και καταστρεπτικές αυτές ενέργειες, τις οποίες επέκριναν και οι πρεσβευτές των άλλων μεγάλων Δυνάμεων και τελικά ο Δάνδολος δεν επέμεινε περισσότερο στις απαιτήσεις του. Παρέμεινε όμως για ένα ακόμα έτος στο Αιγαίο, ληστεύοντας και πειρατεύοντας οπότε με τις ενέργειες του Καποδίστρια έφυγε.

Στο μεταξύ από τον βομβαρδισμό του Στόλου του Δανδόλου, ο στόλος των Σπετσών είχε πάθει σοβαρές ζημιές. Ένα πλοίο είχε πιάσει φωτιά ενώ 13 άτομα σκοτώθηκαν (άλλα στα πλοία και άλλα στη πόλη) και καταστράφηκαν δύο σπίτια κοντά στο λιμάνι. Έτσι ο Δάνδολος φάνηκε ακόμα χειρότερος από τον Παβλούτσι. Είχε ίσως δίκιο να θελήσει να απελευθερώσει τα πλοία του αυτοκράτορα του που είχαν συλληφθεί με τη βία και να μη θεωρήσει δίκαιες τις αποφάσεις του ναυτικού δικαστηρίου, το οποίο πραγματικά ήταν εργαστήριο ανομία και αδικίας. Με όσα έκανε όμως ξεπέρασε τα όρια του δικαίου και του ανθρωπισμού. Ενώ μπορούσε να ικανοποιηθεί όπως και οι αρχηγοί των άλλων ευρωπαϊκών μοιρών σε παρόμοιες περιπτώσεις, ασέβησε και μεταχειρίστηκε καταστρεπτικά μέσα τα οποία αποδοκίμαζε κάθε ευνομούμενη πολιτεία και δεν είχε χρησιμοποιήσει κανένας άλλος από τους ευρωπαίους συναδέλφους του, επιχειρώντας να καταστρέψει το Στόλο από τον οποίο κρεμόταν η σωτηρία του Ελληνικού έθνους. Θα καταστρεφόταν μάλιστα ολόκληρος ο στόλος των Σπετσών αν δεν προλάβαιναν οι Έλληνες να σβήσουν τις φλόγες.
Το ίδιο έτος, ο Καποδίστριας κατόρθωσε με ενέργειες του να καταπολεμήσει σε μεγάλο βαθμό την πειρατεία, αναθέτοντας στον Μιαούλη το καθαρισμό της περιοχή των Σποράδων από τους πειρατές και το καθαρισμό του κυρίως Αιγαίου και της Γραμβούσας στη Κρήτη, σε ξένους ναυάρχους.

Επίλογος
Oι επαναστατικές ζυμώσεις οδήγησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1820, σε μια σειρά εξεγέρσεων και επαναστάσεων που εκδηλώθηκαν στα Βαλκάνια και τον ευρωπαϊκό νότο. Η Ιερή Συμμαχία δεν περιορίστηκε στην καταδίκη των επαναστάσεων αυτών. H Γαλλία κατέπνιξε την Επανάσταση στην Ιβηρική χερσόνησο και η Αυστρία στην Ιταλική. Η Ελληνική Επανάσταση αντίθετα αφέθηκε να αντιμετωπιστεί από την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τελικά η αντοχή που επέδειξαν οι Έλληνες επαναστάτες στα πεδία των μαχών και η σταθεροποίηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τα νησιά του Αιγαίου τουλάχιστον έως το 1825, δοκίμασε τη συνοχή της Ιερής Συμμαχίας. Ακόμη περισσότερο οδήγησε ορισμένες από τις Μεγάλες Δυνάμεις και ιδίως τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία να αναθεωρήσουν τη στάση τους και να ευνοήσουν την προσπάθεια για τη δημιουργία ενός αυτόνομου, καταρχήν, ελληνικού κράτους. Έτσι, η Ελληνική Επανάσταση που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και ελπίδας στους χώρους των ευρωπαίων φιλελευθέρων, κατόρθωσε να επιτύχει έστω και εν μέρει τους σκοπούς της για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση του Ελληνικού έθνους και, υπήρξε το μοναδικό παράδειγμα επανάστασης με ευτυχή κατάληξη σε όλη την περίοδο της Παλινόρθωσης (1815 – 1830).

Πηγή istorikathemata.com