Στην έναρξη της μετεμφυλιακής εποχής, το 1949-50, ο Αλέξανδρος Παπάγος ήταν αδιαμφισβήτητα ο πλέον επιτυχημένος στρατιωτικός στην ιστορία του ελληνικού κράτους: νικητής δύο πολέμων, του ελληνοϊταλικού το 1940-41 και του εμφυλίου το 1949. Ασφαλώς, η κυβερνητική νίκη στον εμφύλιο πόλεμο δεν οφείλεται μόνον στις ικανότητες του Παπάγου ως στρατηγικού σχεδιαστή: επενήργησαν πολλοί παράγοντες, όπως η αμερικανική βοήθεια, η σύμπηξη ενός τεράστιου πολιτικού και κοινωνικού μετώπου (από τη Δεξιά έως την Κεντροαριστερά) αποφασισμένου να διασφαλίσει την παραμονή της Ελλάδας στη Δύση, αλλά και οι μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές αδυναμίες του ΚΚΕ.
Ωστόσο, η ανάληψη από τον Παπάγο της θέσης του αρχιστρατήγου είχε σημαντικές συνέπειες. Ο σχεδιασμός έγινε πολύ πιο ουσιαστικός και συστηματικός. Εως τα τέλη του 1948, οι ηγέτες του Εθνικού Στρατού συνήθως παραπονούνταν για τις ελλείψεις του σε αριθμητική δύναμη, και υπονοούσαν ότι νίκη ήταν αδύνατη ενόσω διαρκούσε η ανατολικοευρωπαϊκή βοήθεια προς τον Δημοκρατικό Στρατό. Από τις αρχές του 1949, υπό τον Παπάγο, το ύφος των στρατιωτικών σχεδίων και οδηγιών υπέστη μια μεγάλη αλλαγή: σημειωνόταν ότι ο Εθνικός Στρατός διέθετε τους πόρους να κερδίσει τον πόλεμο, η έμφαση δινόταν στην επίθεση και στην καταστροφή των δυνάμεων του ΔΣΕ, η αεροπορία ενσωματώθηκε πλήρως στην επιθετική τακτική, και καμία αναφορά δεν γινόταν στη βοήθεια του κομμουνιστικού μπλοκ προς τον ΔΣΕ ως παράγοντα που εμπόδιζε τη νίκη.
Πολιτικές συνέπειες
Παράλληλα, η νικηφόρα διοίκηση του Παπάγου είχε και πολιτικές συνέπειες. Από τις εκλογές του 1946 έως τα τέλη του 1948, τα αναβιωμένα προμεταξικά κόμματα –το Λαϊκό και το Κόμμα Φιλελευθέρων– είχαν αποτύχει να αντιμετωπίσουν την υπαρξιακή κρίση του εμφυλίου πολέμου και τις προκλήσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Επιπλέον, είχαν φανεί ανήμπορα να διαχειριστούν την αμερικανική παρέμβαση και βοήθεια. Αυτές οι πολιτικές δυνάμεις διατήρησαν, βέβαια, την ψήφο της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού λόγω της πρόκλησης που εκπροσωπούσε το ΚΚΕ. Αλλά η αδυναμία τους στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων ήταν πλέον πασίδηλη. Ακόμη και στο στρατιωτικό πεδίο, η διαχείριση του εμφυλίου συνοδευόταν από τραγικές ανεπάρκειες: οι Αμερικανοί ειδικοί κυριολεκτικά τραβούσαν τα μαλλιά τους όταν συνειδητοποίησαν ότι, συχνά, επίλεκτες δυνάμεις του Εθνικού Στρατού, αντί να χρησιμοποιούνται για επιθετικούς σκοπούς με σκοπό την καταστροφή του ΔΣΕ, αναλάμβαναν καθήκοντα φρούρησης συγκεκριμένων χωριών, στα οποία βρίσκονταν ψηφοφόροι συγκεκριμένων πολιτικών που είχαν τη δυνατότητα να προκαλέσουν μια τέτοια απόφαση! Δεν γινόταν να διεξαχθεί πόλεμος έτσι…
Η «αυτονόμηση» του στρατού υπό την αρχιστρατηγία Παπάγου, το 1949, παρουσιάστηκε μεταγενέστερα ως βήμα προς την ανάδυση δυνάμεων που το 1967 θα επέβαλλαν τη δικτατορία. Η άποψη αυτή είναι σαφώς λανθασμένη, αν μη τι άλλο επειδή η αυτονόμηση έληξε με την παραίτηση του Παπάγου από το στράτευμα το 1951. Αλλά το 1949-51, ήταν ένα από τα στοιχεία που επέτρεψαν στον Παπάγο να κάνει ορθολογική χρήση των στρατιωτικών πόρων, ακόμη και να αγνοεί τους πολιτικούς που ζητούσαν τη χρήση των μονάδων για τη «φύλαξη» των ψηφοφόρων τους… Ηταν, ταυτόχρονα, μια νίκη του επί του απαξιωμένου πολιτικού συστήματος: τα κατάφερε, εκεί που είχε αποτύχει εκείνο.
Το ίδιο, τελικά, έγινε εμφανές και στο περιβόητο κίνημα του Μαΐου 1951, όταν, μετά την παραίτηση του Παπάγου, στρατιωτικοί κατέλαβαν το κτίριο του Κοινοβουλίου. Οι πραξικοπηματίες αρνήθηκαν να αποχωρήσουν από τη Βουλή παρά τις εκκλήσεις της κυβέρνησης. Ο Παπάγος περίμενε την αποτυχία των δικών της ενεργειών: και, κατεβαίνοντας από το σπίτι του στην Εκάλη, μέσα στη νύχτα, μόνος και άοπλος, τους πέταξε έξω από το Κοινοβούλιο.
Η οικονομική ανάπτυξη στο κέντρο της πολιτικής ατζέντας
Η δημιουργία, υπό την αρχηγία του Παπάγου, ενός νέου κόμματος, του Ελληνικού Συναγερμού, πρωτόλειας έκφρασης μιας νέας Δεξιάς που θα κυριαρχούσε στις επόμενες δεκαετίες, σημάδεψε την πορεία της χώρας. Σε μια αρχική φάση, η δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε σε σχετικά απλές λεπτομέρειες: ποιος ήταν ο ρόλος του στρατάρχη; Πόσο έλεγχε το «κίνημά» του, και πόσο εκείνο βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του ουσιαστικού υπαρχηγού του, Σπύρου Μαρκεζίνη; Η σύγχρονη έρευνα έχει απαντήσει στα ερωτήματα αυτά: ο Παπάγος ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης που ένωνε διάφορες ομάδες στον χαλαρό συνασπισμό του Συναγερμού. Αλλά η έρευνα έχει προχωρήσει πιο πέρα, θέτοντας ερωτήματα πολύ πιο ουσιαστικά.
Ο Παπάγος δεν συγκρότησε απλώς έναν «νέο» πολιτικό οργανισμό. Αναμόρφωσε ουσιαστικά και επιτυχώς μία από τις δύο αστικές παρατάξεις, κάνοντας (ασφαλώς με την καταλυτική συμβολή του Μαρκεζίνη και άλλων στελεχών) ένα ποιοτικό άλμα από αυτό που έως τότε εκπροσωπούσε το Λαϊκό Κόμμα. Πράγματι, η στοχοθεσία του μεταπολεμικού Λαϊκού Κόμματος ήταν σχετικά απλή: να γυρίσει ο βασιλιάς και να ηττηθεί ο κομμουνισμός. Το πρώτο έγινε το 1946, και το δεύτερο το 1949. Εκτοτε, το Λαϊκό Κόμμα, έχοντας εκπληρώσει και τους δύο στόχους του, είχε πλέον μείνει χωρίς ουσιαστική αποστολή – δηλαδή χωρίς λόγο ύπαρξης, κάτι που καταδείχθηκε και στην εκλογική του κατάρρευση τον Μάρτιο του 1950. Ο Συναγερμός βάσιζε τη νομιμοποίησή του –και άρθρωνε τον πολιτικό του λόγο– στις ανάγκες και τις δυναμικές της νέας εποχής: όχι στο στατικό δίπολο μοναρχισμός-αντικομμουνισμός (όπως οι Λαϊκοί του 1945-50), αλλά σε μια νέα ατζέντα που έθετε στο επίκεντρο το ζητούμενο της οικονομικής ανάπτυξης. Στην ανάγκη να κερδηθεί όχι πλέον ο εμφύλιος πόλεμος, αλλά η ειρήνη.
Και οργανωτικά ακόμη, ο Συναγερμός ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό σε σύγκριση με το Λαϊκό Κόμμα: ενοποίησε, υπό την «πατρική» φιγούρα του στρατάρχη, τις παλαιές δυνάμεις των Λαϊκών, έντονα μεταρρυθμιστικούς μικρότερους πολιτικούς σχηματισμούς όπως το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα του Π. Κανελλόπουλου (που ήδη συνασπιζόταν με υπολείμματα των Λαϊκών στο ΛΕΚ), και το μεγαλύτερο μέρος του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος του Γ. Παπανδρέου, αλλά και σημαντικές δυνάμεις από τον κεντρώο χώρο των Φιλελευθέρων. Η συγκρότηση του Συναγερμού σε τούτη τη νέα βάση, άλλωστε, διαφάνηκε και από τη σύγκρουση του Παπάγου με το Στέμμα – κάτι το αδιανόητο για αρχηγό της παράταξης αυτής έως τότε.
Η επιτυχία του Παπάγου ως πολιτικού ηγέτη, πάντως, καταγράφηκε πρώτιστα στο πεδίο της οικονομίας. Ο Συναγερμός έφερε την πολυπόθητη ανάπτυξη, με την υποτίμηση του 1953 υπό τη δυναμική εποπτεία του Μαρκεζίνη. Και πέτυχε, ακριβώς επειδή δεν έκανε μόνον την υποτίμηση, αλλά τη συνόδευσε με μείζονος σημασίας διαρθρωτικά μέτρα, χωρίς τα οποία η υποτίμηση θα μετατρεπόταν απλώς σε καλπάζοντα πληθωρισμό… Πέτυχε, ακόμη, αλλάζοντας ορατά τη χώρα με το πρόγραμμα των μεγάλων έργων που επέβλεψε ο Κ. Καραμανλής: έργων που άλλαζαν την καθημερινότητα και την οικονομική και κοινωνική προοπτική ευρύτερων στρωμάτων τα οποία έως τότε, και επί δεκαετίες, είχαν γνωρίσει μόνον την κοινωνική φρίκη. Ορμητικά και τολμηρά μεταρρυθμιστικός, βασισμένος σε μια σύγχρονη οικονομική ατζέντα, αποζητώντας (επιτέλους) την αποτελεσματικότητα, κινητοποιώντας ευρύτερες δυνάμεις και επιτελεία (και όχι μόνον τον χώρο της εμφυλιοπολεμικής Δεξιάς), ο Συναγερμός ήταν η πρώτη έκφραση στην Ελλάδα αυτού που είχε ήδη αναδυθεί ως η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη Δυτική Ευρώπη: όχι πλέον μιας συντηρητικής Δεξιάς, αλλά μιας δυναμικής Κεντροδεξιάς.
Ορια και βαρίδια
Είχε, βέβαια, πολύ δρόμο ακόμη να διανύσει αυτή η ελληνική Κεντροδεξιά. Είχε δημιουργηθεί τραυματικά, έπειτα από έναν εμφύλιο πόλεμο, και έτσι κουβαλούσε τα βαρίδια του. Τα κοινωνικά ελλείμματα της Ελλάδας του 1952-55 παρέμεναν τεράστια. Ο Συναγερμός, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν ένα συμβατικό κόμμα. Ηταν ένα ενδιάμεσο στάδιο: ένα «κίνημα», μια προσπάθεια έκτακτης ανάγκης την επαύριον υπαρξιακών δοκιμασιών, απόλυτα εξαρτημένος από την προσωπικότητα του ηγέτη του. Ο ίδιος ο Παπάγος, ο καταλύτης για τη δημιουργία της νέας δύναμης, είχε τα όριά του: ήταν ένας άνθρωπος της προηγούμενης εποχής – του Εθνικού Διχασμού. Αυτό έπαιζε ρόλο στη μεγάλη του δημοτικότητα στον χώρο της Δεξιάς. Αλλά αποτελούσε και ένα μεγάλο «βάρος» από το οποίο δεν μπορούσε να απαλλαγεί, σε μια εποχή κατά την οποία η υπέρβαση, επιτέλους, εκείνων των παλαιών διαχωριστικών γραμμών του Διχασμού ήταν αναγκαία για να μπορέσει η χώρα να εκσυγχρονιστεί και να προσαρμοστεί στον ευρύτερο κόσμο. Επιπλέον, ο Παπάγος χρησιμοποίησε έναν επιθετικό λαϊκισμό (μεταγενέστερα ο Καραμανλής έκανε λόγο για την «έξαλλον αντιπολίτευσιν» του στρατάρχη το 1951-2), που μπορεί σήμερα να φανεί απωθητικός. Είναι πράγματι αμφίβολο εάν ο Παπάγος μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο από το πρώτο τούτο βήμα –τον Συναγερμό, με τις συγκεκριμένες αδυναμίες και τα όριά του– στον δρόμο για τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος. Αλλά έκανε αυτό που δεν μπορούσε, τότε, να κάνει οποιοσδήποτε άλλος. Ο Καραμανλής ήταν ο ηγέτης που μετεξέλιξε αυτή τη νέα Κεντροδεξιά, σε κάτι πολύ πιο συμπαγές, ομοιογενές και τελικά κατανοητό στο ευρύτερο δυτικοευρωπαϊκό σκηνικό. Αλλά είναι πολύ αμφίβολο εάν θα μπορούσε ποτέ, μόνος του ή με τους συμμάχους του, να δημιουργήσει αυτή τη νέα πολιτική δύναμη.
Δημιουργός μιας νέας πολιτικής παράταξης
Στην έναρξη της μετεμφυλιακής εποχής, το 1949-50, ο Αλέξανδρος Παπάγος ήταν αδιαμφισβήτητα ο πλέον επιτυχημένος στρατιωτικός στην ιστορία του ελληνικού κράτους: νικητής δύο πολέμων, του ελληνοϊταλικού το 1940-41 και του εμφυλίου το 1949. Ασφαλώς, η κυβερνητική νίκη στον εμφύλιο πόλεμο δεν οφείλεται μόνον στις ικανότητες του Παπάγου ως στρατηγικού σχεδιαστή: επενήργησαν πολλοί παράγοντες, όπως η αμερικανική βοήθεια, η σύμπηξη ενός τεράστιου πολιτικού και κοινωνικού μετώπου (από τη Δεξιά έως την Κεντροαριστερά) αποφασισμένου να διασφαλίσει την παραμονή της Ελλάδας στη Δύση, αλλά και οι μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές αδυναμίες του ΚΚΕ. Ωστόσο, η ανάληψη από τον Παπάγο της θέσης του αρχιστρατήγου είχε σημαντικές συνέπειες. Ο σχεδιασμός έγινε πολύ πιο ουσιαστικός και συστηματικός. Εως τα τέλη του 1948, οι ηγέτες του Εθνικού Στρατού συνήθως παραπονούνταν για τις ελλείψεις του σε αριθμητική δύναμη, και υπονοούσαν ότι νίκη ήταν αδύνατη ενόσω διαρκούσε η ανατολικοευρωπαϊκή βοήθεια προς τον Δημοκρατικό Στρατό. Από τις αρχές του 1949, υπό τον Παπάγο, το ύφος των στρατιωτικών σχεδίων και οδηγιών υπέστη μια μεγάλη αλλαγή: σημειωνόταν ότι ο Εθνικός Στρατός διέθετε τους πόρους να κερδίσει τον πόλεμο, η έμφαση δινόταν στην επίθεση και στην καταστροφή των δυνάμεων του ΔΣΕ, η αεροπορία ενσωματώθηκε πλήρως στην επιθετική τακτική, και καμία αναφορά δεν γινόταν στη βοήθεια του κομμουνιστικού μπλοκ προς τον ΔΣΕ ως παράγοντα που εμπόδιζε τη νίκη.
Πολιτικές συνέπειες
Παράλληλα, η νικηφόρα διοίκηση του Παπάγου είχε και πολιτικές συνέπειες. Από τις εκλογές του 1946 έως τα τέλη του 1948, τα αναβιωμένα προμεταξικά κόμματα –το Λαϊκό και το Κόμμα Φιλελευθέρων– είχαν αποτύχει να αντιμετωπίσουν την υπαρξιακή κρίση του εμφυλίου πολέμου και τις προκλήσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Επιπλέον, είχαν φανεί ανήμπορα να διαχειριστούν την αμερικανική παρέμβαση και βοήθεια. Αυτές οι πολιτικές δυνάμεις διατήρησαν, βέβαια, την ψήφο της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού λόγω της πρόκλησης που εκπροσωπούσε το ΚΚΕ. Αλλά η αδυναμία τους στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων ήταν πλέον πασίδηλη. Ακόμη και στο στρατιωτικό πεδίο, η διαχείριση του εμφυλίου συνοδευόταν από τραγικές ανεπάρκειες: οι Αμερικανοί ειδικοί κυριολεκτικά τραβούσαν τα μαλλιά τους όταν συνειδητοποίησαν ότι, συχνά, επίλεκτες δυνάμεις του Εθνικού Στρατού, αντί να χρησιμοποιούνται για επιθετικούς σκοπούς με σκοπό την καταστροφή του ΔΣΕ, αναλάμβαναν καθήκοντα φρούρησης συγκεκριμένων χωριών, στα οποία βρίσκονταν ψηφοφόροι συγκεκριμένων πολιτικών που είχαν τη δυνατότητα να προκαλέσουν μια τέτοια απόφαση! Δεν γινόταν να διεξαχθεί πόλεμος έτσι…
Η «αυτονόμηση» του στρατού υπό την αρχιστρατηγία Παπάγου, το 1949, παρουσιάστηκε μεταγενέστερα ως βήμα προς την ανάδυση δυνάμεων που το 1967 θα επέβαλλαν τη δικτατορία. Η άποψη αυτή είναι σαφώς λανθασμένη, αν μη τι άλλο επειδή η αυτονόμηση έληξε με την παραίτηση του Παπάγου από το στράτευμα το 1951. Αλλά το 1949-51, ήταν ένα από τα στοιχεία που επέτρεψαν στον Παπάγο να κάνει ορθολογική χρήση των στρατιωτικών πόρων, ακόμη και να αγνοεί τους πολιτικούς που ζητούσαν τη χρήση των μονάδων για τη «φύλαξη» των ψηφοφόρων τους… Ηταν, ταυτόχρονα, μια νίκη του επί του απαξιωμένου πολιτικού συστήματος: τα κατάφερε, εκεί που είχε αποτύχει εκείνο.
Το ίδιο, τελικά, έγινε εμφανές και στο περιβόητο κίνημα του Μαΐου 1951, όταν, μετά την παραίτηση του Παπάγου, στρατιωτικοί κατέλαβαν το κτίριο του Κοινοβουλίου. Οι πραξικοπηματίες αρνήθηκαν να αποχωρήσουν από τη Βουλή παρά τις εκκλήσεις της κυβέρνησης. Ο Παπάγος περίμενε την αποτυχία των δικών της ενεργειών: και, κατεβαίνοντας από το σπίτι του στην Εκάλη, μέσα στη νύχτα, μόνος και άοπλος, τους πέταξε έξω από το Κοινοβούλιο.
Η οικονομική ανάπτυξη στο κέντρο της πολιτικής ατζέντας
Η δημιουργία, υπό την αρχηγία του Παπάγου, ενός νέου κόμματος, του Ελληνικού Συναγερμού, πρωτόλειας έκφρασης μιας νέας Δεξιάς που θα κυριαρχούσε στις επόμενες δεκαετίες, σημάδεψε την πορεία της χώρας. Σε μια αρχική φάση, η δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε σε σχετικά απλές λεπτομέρειες: ποιος ήταν ο ρόλος του στρατάρχη; Πόσο έλεγχε το «κίνημά» του, και πόσο εκείνο βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του ουσιαστικού υπαρχηγού του, Σπύρου Μαρκεζίνη; Η σύγχρονη έρευνα έχει απαντήσει στα ερωτήματα αυτά: ο Παπάγος ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης που ένωνε διάφορες ομάδες στον χαλαρό συνασπισμό του Συναγερμού. Αλλά η έρευνα έχει προχωρήσει πιο πέρα, θέτοντας ερωτήματα πολύ πιο ουσιαστικά.
Ο Παπάγος δεν συγκρότησε απλώς έναν «νέο» πολιτικό οργανισμό. Αναμόρφωσε ουσιαστικά και επιτυχώς μία από τις δύο αστικές παρατάξεις, κάνοντας (ασφαλώς με την καταλυτική συμβολή του Μαρκεζίνη και άλλων στελεχών) ένα ποιοτικό άλμα από αυτό που έως τότε εκπροσωπούσε το Λαϊκό Κόμμα. Πράγματι, η στοχοθεσία του μεταπολεμικού Λαϊκού Κόμματος ήταν σχετικά απλή: να γυρίσει ο βασιλιάς και να ηττηθεί ο κομμουνισμός. Το πρώτο έγινε το 1946, και το δεύτερο το 1949. Εκτοτε, το Λαϊκό Κόμμα, έχοντας εκπληρώσει και τους δύο στόχους του, είχε πλέον μείνει χωρίς ουσιαστική αποστολή – δηλαδή χωρίς λόγο ύπαρξης, κάτι που καταδείχθηκε και στην εκλογική του κατάρρευση τον Μάρτιο του 1950. Ο Συναγερμός βάσιζε τη νομιμοποίησή του –και άρθρωνε τον πολιτικό του λόγο– στις ανάγκες και τις δυναμικές της νέας εποχής: όχι στο στατικό δίπολο μοναρχισμός-αντικομμουνισμός (όπως οι Λαϊκοί του 1945-50), αλλά σε μια νέα ατζέντα που έθετε στο επίκεντρο το ζητούμενο της οικονομικής ανάπτυξης. Στην ανάγκη να κερδηθεί όχι πλέον ο εμφύλιος πόλεμος, αλλά η ειρήνη.
Και οργανωτικά ακόμη, ο Συναγερμός ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό σε σύγκριση με το Λαϊκό Κόμμα: ενοποίησε, υπό την «πατρική» φιγούρα του στρατάρχη, τις παλαιές δυνάμεις των Λαϊκών, έντονα μεταρρυθμιστικούς μικρότερους πολιτικούς σχηματισμούς όπως το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα του Π. Κανελλόπουλου (που ήδη συνασπιζόταν με υπολείμματα των Λαϊκών στο ΛΕΚ), και το μεγαλύτερο μέρος του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος του Γ. Παπανδρέου, αλλά και σημαντικές δυνάμεις από τον κεντρώο χώρο των Φιλελευθέρων. Η συγκρότηση του Συναγερμού σε τούτη τη νέα βάση, άλλωστε, διαφάνηκε και από τη σύγκρουση του Παπάγου με το Στέμμα – κάτι το αδιανόητο για αρχηγό της παράταξης αυτής έως τότε.
Η επιτυχία του Παπάγου ως πολιτικού ηγέτη, πάντως, καταγράφηκε πρώτιστα στο πεδίο της οικονομίας. Ο Συναγερμός έφερε την πολυπόθητη ανάπτυξη, με την υποτίμηση του 1953 υπό τη δυναμική εποπτεία του Μαρκεζίνη. Και πέτυχε, ακριβώς επειδή δεν έκανε μόνον την υποτίμηση, αλλά τη συνόδευσε με μείζονος σημασίας διαρθρωτικά μέτρα, χωρίς τα οποία η υποτίμηση θα μετατρεπόταν απλώς σε καλπάζοντα πληθωρισμό… Πέτυχε, ακόμη, αλλάζοντας ορατά τη χώρα με το πρόγραμμα των μεγάλων έργων που επέβλεψε ο Κ. Καραμανλής: έργων που άλλαζαν την καθημερινότητα και την οικονομική και κοινωνική προοπτική ευρύτερων στρωμάτων τα οποία έως τότε, και επί δεκαετίες, είχαν γνωρίσει μόνον την κοινωνική φρίκη. Ορμητικά και τολμηρά μεταρρυθμιστικός, βασισμένος σε μια σύγχρονη οικονομική ατζέντα, αποζητώντας (επιτέλους) την αποτελεσματικότητα, κινητοποιώντας ευρύτερες δυνάμεις και επιτελεία (και όχι μόνον τον χώρο της εμφυλιοπολεμικής Δεξιάς), ο Συναγερμός ήταν η πρώτη έκφραση στην Ελλάδα αυτού που είχε ήδη αναδυθεί ως η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη Δυτική Ευρώπη: όχι πλέον μιας συντηρητικής Δεξιάς, αλλά μιας δυναμικής Κεντροδεξιάς.
Ορια και βαρίδια
Είχε, βέβαια, πολύ δρόμο ακόμη να διανύσει αυτή η ελληνική Κεντροδεξιά. Είχε δημιουργηθεί τραυματικά, έπειτα από έναν εμφύλιο πόλεμο, και έτσι κουβαλούσε τα βαρίδια του. Τα κοινωνικά ελλείμματα της Ελλάδας του 1952-55 παρέμεναν τεράστια. Ο Συναγερμός, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν ένα συμβατικό κόμμα. Ηταν ένα ενδιάμεσο στάδιο: ένα «κίνημα», μια προσπάθεια έκτακτης ανάγκης την επαύριον υπαρξιακών δοκιμασιών, απόλυτα εξαρτημένος από την προσωπικότητα του ηγέτη του. Ο ίδιος ο Παπάγος, ο καταλύτης για τη δημιουργία της νέας δύναμης, είχε τα όριά του: ήταν ένας άνθρωπος της προηγούμενης εποχής – του Εθνικού Διχασμού. Αυτό έπαιζε ρόλο στη μεγάλη του δημοτικότητα στον χώρο της Δεξιάς. Αλλά αποτελούσε και ένα μεγάλο «βάρος» από το οποίο δεν μπορούσε να απαλλαγεί, σε μια εποχή κατά την οποία η υπέρβαση, επιτέλους, εκείνων των παλαιών διαχωριστικών γραμμών του Διχασμού ήταν αναγκαία για να μπορέσει η χώρα να εκσυγχρονιστεί και να προσαρμοστεί στον ευρύτερο κόσμο. Επιπλέον, ο Παπάγος χρησιμοποίησε έναν επιθετικό λαϊκισμό (μεταγενέστερα ο Καραμανλής έκανε λόγο για την «έξαλλον αντιπολίτευσιν» του στρατάρχη το 1951-2), που μπορεί σήμερα να φανεί απωθητικός. Είναι πράγματι αμφίβολο εάν ο Παπάγος μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο από το πρώτο τούτο βήμα –τον Συναγερμό, με τις συγκεκριμένες αδυναμίες και τα όριά του– στον δρόμο για τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος. Αλλά έκανε αυτό που δεν μπορούσε, τότε, να κάνει οποιοσδήποτε άλλος. Ο Καραμανλής ήταν ο ηγέτης που μετεξέλιξε αυτή τη νέα Κεντροδεξιά, σε κάτι πολύ πιο συμπαγές, ομοιογενές και τελικά κατανοητό στο ευρύτερο δυτικοευρωπαϊκό σκηνικό. Αλλά είναι πολύ αμφίβολο εάν θα μπορούσε ποτέ, μόνος του ή με τους συμμάχους του, να δημιουργήσει αυτή τη νέα πολιτική δύναμη.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο Παπάγος έπαιξε πράγματι τον ρόλο μιας δυσεύρετης «εφεδρείας» του πολιτικού συστήματος, δεν θα πρέπει να δώσουμε τόσο μεγάλη έμφαση στη «μοναδικότητά» του. Ο Παπάγος πέτυχε στην αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος και της οικονομικής προοπτικής της χώρας, επειδή η κοινωνία στην οποία απευθύνθηκε –η ελληνική της δεκαετίας του 1950– είχε τις δυνάμεις να καταβάλει την αναγκαία, έστω επώδυνη, προσπάθεια για επιβίωση στον μεταπολεμικό κόσμο. Ο Παπάγος εξέφρασε μια υπαρκτή κοινωνική δυναμική, δεν την «κατασκεύασε». Αυτό, άλλωστε, είναι διαχρονικά, σε όλο τον δυτικό κόσμο, το μεγάλο πλεονέκτημα των μετριοπαθών, δημιουργικών κοινωνικών δυνάμεων – η βάση για τη συμμετοχή μιας κοινωνίας στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η δυναμική αυτή υπήρχε στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1950. Αν δεν υπήρχε, κανένας Παπάγος δεν θα μπορούσε να πετύχει.
Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή kathimerini.gr