25 Μαρτίου 1897. Η 25η Μαρτίου 1897 (όλες οι ημερομηνίες στο παρόν κείμενο ακολουθούν το Παλαιό Ημερολόγιο) δεν ήταν μια συνηθισμένη ημέρα εορτασμού της εθνικής Παλιγγενεσίας. Κάτω από έναν λαμπρό ήλιο η Αθήνα κατακλύσθηκε από χιλιάδες λαού που ανυπομονούσαν να παρακολουθήσουν την παρέλαση. Μόνο που τα αισθήματα εθνικής ανατάσεως ήταν περισσότερο έντονα από κάθε άλλη φορά. «Ο πόθος όλου εκείνου του πλήθους, των ανδρών και των γυναικών ακόμη, ήτον εις και αδιαίρετος. Πάντες ήθελον να ίδωσι τον Βασιλέα, να ζητωκραυγάσωσι και να φωνάξωσι “πόλεμος”», έγραφε ο αρθρογράφος της εφημερίδας «Εμπρός» (26 Μαρτίου 1897). Ο ίδιος, μάλιστα, περιέγραψε αναλυτικά τις αντιδράσεις των επισήμων στις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του συγκεντρωμένου πλήθους. Ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης άκουσε με ικανοποίηση τις φιλοπόλεμες ιαχές και, «ανταποδίδων διαρκώς χαιρετισμόν εις το χαιρετίζον αυτόν πλήθος, εφαίνετο εις άκρον συγκεκινημένος και σοβαρός. Εννόει καλώς ότι η μακαρία εποχή των μειδιαμάτων και των φιλοφρονήσεων είχε παρέλθη πλέον και ότι επέστη εποχή δράσεως και πολεμικής εξεγέρσεως». Σε αντίθεση όμως με τον πρωθυπουργό, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ ήταν μάλλον δύσθυμος και δεν ανταποκρίθηκε στις εκδηλώσεις ενθουσιασμού, τουλάχιστον στο βαθμό που το πλήθος ανέμενε. Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο, σχολιάσθηκε δε αρνητικά από το «Εμπρός» στο κύριο άρθρο του. «Διατί δύσθυμος; Διότι το έθνος ζητεί τον πόλεμον;» αναρωτήθηκε ο αρθρογράφος.
Αλλά η διστακτικότητα του βασιλιά ήταν αδύνατον να απογοητεύσει τον αθηναϊκό λαό. Το αίτημα για την άμεση κήρυξη πολέμου δεν ήταν διαπραγματεύσιμο και κάθε συμβάν ερμηνευόταν ως ευοίωνος οιωνός προς την πραγμάτωσή του. Ετσι, όταν η άμαξα στην οποία επέβαιναν οι πριγκίπισσες Σοφία και Μαρία καθώς και ο πρίγκιπας Ανδρέας συγκρούσθηκε με την άμαξα του βασιλιά με αποτέλεσμα να σπάσει ο ζυγός, κάποιος από τους συγκεντρωμένους προχώρησε αμέσως στον παραλληλισμό. «Κάτω ο ζυγός, ζήτω η ελευθερία», αναφώνησε. Λίγο αργότερα, περίπου είκοσι χιλιάδες Αθηναίοι επιδοκίμασαν την έκδοση ψηφίσματος προς τον βασιλιά, ζητώντας του και επίσημα την κήρυξη του πολέμου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. «Ιδετε Μεγαλειότατε νέον θαύμα εις την ιστορίαν του κόσμου και λάβετε θάρρος και εκπλήρωσον τον πόθον Υμών και ημών. Οι μεν λαοί παντός του κόσμου όχι μόνον συνεπάθησαν υπέρ ημών, αλλά και έδραμον εις βοήθειάν μας, αι δε μεγάλαι και χριστιανικαί τιτλοφορούμεναι Δυνάμεις συνεμάχησαν μετά των σφαγέων των χριστιανών και οπαδών του Μωάμεθ», κατέληγαν.
Ο δρόμος προς την ταπείνωση
Η έκρηξη του αθηναϊκού λαού υπέρ του πολέμου δεν αποτελούσε μια αντίδραση της στιγμής. Υπήρξε το επιστέγασμα της συνειδητής προετοιμασίας της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση της ένοπλης αντιπαράθεσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για περισσότερο από ένα χρόνο. Αφορμή αποτέλεσε μία ακόμη περιπλοκή του Κρητικού ζητήματος, οι παραδοσιακές καταπιέσεις των οθωμανικών αρχών, που τούτη τη φορά συνοδεύτηκαν με σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού του νησιού και γενικευμένες καταστροφές, το πάγιο αίτημα των Ελλήνων του νησιού για ένωση με την Ελλάδα και οι παλινωδίες των Μεγάλων Δυνάμεων.
Πίσω από τις ελληνικές αντιδράσεις κρυβόταν η Εθνική Εταιρεία, μια πατριωτική οργάνωση που είχε ιδρυθεί το 1894 και συσπείρωνε στις τάξεις της εκλεκτά στελέχη της αθηναϊκής κοινωνίας που ανησυχούσαν για την εξέλιξη των εθνικών θεμάτων, δυσανασχετούσαν για τη διστακτικότητα και την αναβλητικότητα της ελληνικής κυβέρνησης και του Παλατιού και είχαν αυτόκλητα αναγορευθεί σε εκφραστές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η ιδιότυπη αυτή ομηρία των θεσμοθετημένων φορέων του ελληνικού κράτους από μια ιδιωτική οργάνωση εξέτρεψε ραγδαία και εν τέλει εγκλώβισε τον δημόσιο βίο σε μια πλειοδοσία λαϊκισμού, προς την κατεύθυνση της πολεμικής αναμέτρησης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία με αφορμή τις εξελίξεις στην Κρήτη, αλλά με τελικό διακύβευμα τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του ελληνικού κράτους ως μιας περιφερειακής δύναμης στην ανατολική Μεσόγειο.
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όμως, και ιδίως οι συσχετισμοί και η διαμόρφωση των ισορροπιών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων καθιστούσαν εξαιρετικά παρακινδυνευμένες τις ελληνικές διεκδικήσεις. Παρότι η Αγγλία υποστήριζε τις βασικές γραμμές του ελληνικού εθνικού προγράμματος εις βάρος κυρίως των Σλάβων βορείων γειτόνων αλλά και εν μέρει εις βάρος και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν είχε ακόμη εγκαταλείψει πλήρως την πολιτική της εδαφικής ακεραιότητας της τελευταίας. Στο ίδιο μήκος κύματος Γάλλοι και Ρώσοι θεωρούσαν υπερβολικές τις ελληνικές αξιώσεις στην Κρήτη και προέκριναν τη δεδομένη στιγμή την αυτονομία έναντι της ένωσης, έχοντας πάντοτε στο μυαλό τους πως τυχόν ικανοποίηση του ελληνικού αλυτρωτισμού θα ενίσχυε την εκδήλωση αντίστοιχων συμπεριφορών μεταξύ των Σέρβων και των Βουλγάρων, με απρόβλεπτες συνέπειες στο εδαφικό καθεστώς των Βαλκανίων. Πιο αυστηροί και επικριτικοί στάθηκαν οι Γερμανοί, οι οποίοι είχαν ήδη ξεκινήσει την οικονομική και την πολιτική τους διείσδυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και δεν ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν τα ερείσματά τους για χάρη των χριστιανικών εθνών της περιοχής.
Εκτός από την Εθνική Εταιρεία, και ο ελληνικός Τύπος στη μεγάλη πλειοψηφία του είχε συνδιαμορφώσει το πλαίσιο της ρήξης. Ομως ο ενθουσιασμός του πολέμου υποτιμούσε τις δυσμενείς για την Ελλάδα διπλωματικές αλλά και στρατιωτικές ισορροπίες. Ο πόθος της ένωσης παρέκαμπτε τις ενστάσεις για την ελλιπή προετοιμασία και τους ψιθύρους για τη διαχείριση κρίσιμων εθνικών θεμάτων από πατριωτικές εταιρείες και μυστικές οργανώσεις. Οποιαδήποτε περί του αντιθέτου άποψη λοιδορούνταν και απαξιωνόταν. Ο πολεμικός αναβρασμός λειτουργούσε ισοπεδωτικά, με κυριότερα θύματά του τον ορθολογισμό και την ευθυκρισία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι συμβιβαστικές πρωτοβουλίες των Μεγάλων Δυνάμεων εκλαμβάνονταν ως αδυναμία τους. Εγραφε χαρακτηριστικά το «Εμπρός»: «Από μέρους των Δυνάμεων δεν υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι τους οποίους πρέπει να φοβηθώμεν… αι Δυνάμεις διά του τελεσιγράφου των φαίνονται λέγουσαι: Σας ετάξαμεν βραχυτάτην προθεσμίαν όπως τιμωρήσωμεν την άρνησίν σας καθ’ ην περίπτωσιν δεν ανεκαλείτε τον στρατόν της Κρήτης. Ηδη επειδή δεν ηδυνήθημεν να συμφωνήσωμεν εις τίποτε, σας δίδομεν πλήρην άδειαν να πολεμήσετε όπως θέλετε» (27 Μαρτίου 1897).
Ωστόσο, τα δεδομένα της πολεμικής προπαρασκευής ήταν αδύνατο να αποκρυβούν και οδηγούσαν, χωρίς αμφιβολία, εκείνους που διατηρούσαν την ψυχραιμία τους σε απογοητευτικές σκέψεις και δυσοίωνες προβλέψεις. Παρά τον ενθουσιασμό του πολέμου, η στρατιωτική υπεροπλία των Οθωμανών ήταν αδιαμφισβήτητη, πόσω μάλλον που ο οθωμανικός στρατός είχε μόλις αναδιοργανωθεί και εκσυγχρονισθεί από Γερμανούς αξιωματικούς. Δεν ήταν άγνωστη η ισορροπία δυνάμεων ούτε στους Ελληνες, ούτε στους Οθωμανούς, ούτε και στους υπόλοιπους ξένους. Μοιραία, ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος, ο οποίος είχε έγκυρη εικόνα της κακής ελληνικής πολεμικής προετοιμασίας, θεωρούσε τους Ελληνες «ως σκύλους γαυγίζοντας και ουχί δάκνοντας» («Εμπρός», 28 Μαρτίου 1897), αφού αδυνατούσε να αντιληφθεί πώς υπό την υφιστάμενη κατάσταση η Ελλάδα θα επέλεγε τον πόλεμο.
Αλλά η ψυχρή λογική δεν είχε θέση εκείνη τη στιγμή στην ελληνική κοινωνία, που παραληρούσε μέσα στο όνειρο της εθνικής ολοκλήρωσης. Πρώην αρματολοί και κλέφτες, οι θρυλικοί «σταυραετοί» του έθνους, ανέλαβαν να ανάψουν επαναστατικές εστίες ξεσηκώνοντας τους αλύτρωτους και προετοιμάζοντας έτσι τον εθνικό ξεσηκωμό. Η αναχώρηση του τακτικού ελληνικού στρατού για το Μέτωπο έγινε μέσα σε συγκινητική ατμόσφαιρα εθνικής ομοψυχίας. «Ο Αρχιεπίσκοπος με τα εορτινά του άμφια και περιστοιχιζόμενος από τον άλλον κλήρο έκαμε αγιασμό κι έδωκε τον σταυρόν να τον ασπασθούν ένας, ένας κάθε αξιωματικός και στρατιώτης. Επειτα είπε δύο τρία λόγια γεμάτα πατριωτισμόν και συγκινηθήκαμεν όλοι. Απ’ έξω από τον σταθμόν το πλήθος που μας παρακολουθούσε συνεμερίζετο την συγκίνησίν μας. Και όταν ο Αρχιεπίσκοπος εφώναξε “ζήτω ο Βασιλεύς, ζήτω ο Στρατός, ζήτω η Μακεδονία”, εφώναξαν όλοι με τόσην ορμήν, ως να ήθελαν πράγματι ν’ ακουσθούν ως μέσα εις την Μακεδονίαν. Τέλος αι αμαξοστοιχίαι εξεκίνησαν από τον σταθμόν και ο κόσμος ηκολούθησε τρέχων όσον ηδυνήθη». Με αυτά τα λόγια ο νεαρός ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Παύλος Μελάς περιέγραψε τις στιγμές της εθνικής έξαρσης. Μαζί του για τη μεθόριο αναχώρησε ο ανθός της ελληνικής νεολαίας, συνοδευόμενος από τις ευχές και τις δεήσεις ενός ολόκληρου έθνους. Μάταια ο πατέρας του, ο ευπατρίδης Μιχαήλ Μελάς, προσπαθούσε να μετριάσει τον ενθουσιασμό του γιου του και των συντρόφων του. «Φοβούμαι ότι θα γίνουν παράτολμα και πρόωρα κινήματα εις τα σύνορα, διότι οι αρχηγοί σας τηλεγραφούν ότι ο στρατός δεν είναι εισέτι εις την κατάστασιν ούτε να τα υποστηρίξη ούτε να υπερασπίση καν τα σύνορα», του έγραφε προφητικά, καταλήγοντας: «Ο Θεός να μας φυλάξη από κάθε ανοησίαν, οθενδήποτε και αν έρχεται».
Η επώδυνη ήττα
Και οι τουφεκιές δεν άργησαν να πέσουν στην ελληνοτουρκική μεθόριο σε Θεσσαλία και Ηπειρο. Αλλά οι αρχικές κραυγές των δήθεν απίστευτων θριάμβων στα πεδία των μαχών έμειναν μόνο στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και στις καρδιές των εξεγερμένων. Σε λίγες μόνο ημέρες το Μέτωπο κατέρρευσε και ο στρατός του έθνους με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τους πρίγκιπες υποχρεώθηκε σε άτακτη και ταπεινωτική υποχώρηση. Πολύ γρήγορα η Θεσσαλία καταλήφθηκε από τον οθωμανικό στρατό, ο οποίος συνέχισε να επιχειρεί στην περιοχή της Φθιώτιδας. Η εικόνα του καταρρέοντος ελληνικού στρατού προκαλούσε θλίψη και αγανάκτηση. Ο Παύλος Μελάς από την πρώτη γραμμή της μάχης κατέγραψε σε επιστολή του το αποκαρδιωτικό θέαμα. «Μακροτάτη σειρά ανθρωπίνων όντων, τα οποία μάλλον προς αγέλην κτηνών ωμοίαζον διά το άτακτον της πορείας, εφαίνετο βραδέως χωρούσα διά της ερήμου πεδιάδος. Ουδείς ετόλμησε να σηκώση τα βλέμματά του, διότι όλοι εντρέποντο». Ο ίδιος ο διάδοχος Κωνσταντίνος σε συνομιλία του με τον υπουργό των Στρατιωτικών αποκάλυψε διάφορες πτυχές της προχειρότητας και του κακού σχεδιασμού της όλης επιχείρησης, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την εκδήλωση δυσφορίας από τους στρατιώτες και ως εκ τούτου τη χαλάρωση της στρατιωτικής πειθαρχίας. Ανάμεσα στις πτυχές αυτές ήταν η προβληματική επιμελητεία, που είχε ως αποτέλεσμα τη «μη χορηγία επαρκούς και υγιεινής τροφής», αλλά και η κακή ποιότητα του ιματισμού, ο οποίος «εφθάρη και ανεπαρκώς εκάλυπτε τους στρατιώτας υπό του ψύχους και της βροχής». «Ούτε παραπομπαί μάχης ούτε σιτιοφόρα υπήρχον, ώστε να είναι δυνατόν να μεταφέρωνται τα απολύτως αναγκαία διά την αναχογηρίαν πυρομαχικά και σιτία. Οι στρατιώται, ενώ έπρεπε να φέρωσι μεθ’ εαυτών τεσσάρων ημερών τροφάς, ίνα τας χρησιμοποιώσιν εις τας εκτάκτους ανάγκας, εκινδύνευον πολλάκις να μείνωσι νήστεις, ένεκα προ πάντων της ελλείψεως ταύτης των μεταγωγικών, ήτις προς τούτοις καθήλου το στράτευμα εις το έδαφος».
Τα νέα της καταστροφής σύντομα έφθασαν στην πρωτεύουσα. «Οι Τούρκοι επί ελληνικού εδάφους. Απ’ άκρη σ’ άκρη χαλασμός» μοιρολογούσε το «Εμπρός» στις 13, 14 και 15 Απριλίου, ενώ μία μέρα αργότερα με οξύτατο ύφος καταφέρθηκε εναντίον όσων θεωρούσε υπευθύνους της συμφοράς: «Είσθε ηλίθιοι; είσθε άνανδροι; είσθε προδόται; τι είσθε λοιπόν, ω υπεύθυνοι κυβερνήται, ω αρχικακούργοι της Ελλάδος! Εχετε σκοπόν να λάβετε μέτρα σύντονα ή θέλετε να μας παραδώσετε χειροπόδαρα δεμένους εις τους Τούρκους;» αναρωτιόταν ο αρθρογράφος. Μέσα σε λίγες μόνο ημέρες οι θριαμβολογίες και τα «Ωσαννά» είχαν μετατραπεί σε οιμωγές και κατάρες εναντίον των ίδιων ανθρώπων που φάνταζαν έως τότε ως παράκλητοι. «Παραφρονώ όταν συλλογίζωμαι την κατάστασιν», σημείωνε ο Παύλος Μελάς εκφράζοντας ταυτόχρονα την αγανάκτησή του εναντίον όσων καταφέρονταν εναντίον του διαδόχου. «Οι ηλίθιοι που φωνάζουν εναντίον του έπρεπε να είναι εις την Λάρισαν την επαύριον της ατίμου, ατίμου, ατίμου φυγής μας, διά να ιδούν την κατάστασιν του στρατού και ν’ αντιληφθούν αν ήτο δυνατόν να κάμη μαζί του ένα βήμα προς τα εμπρός». Οι εκφράσεις καταισχύνης εκτοξεύονταν πάντως συλλήβδην εναντίον δικαίων και αδίκων, επιβαρύνοντας ακόμη και τις οικογενειακές σχέσεις. Ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν, ο οποίος συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις, κατέγραψε με αμηχανία την αντίδραση του γέροντα πατέρα του όταν τον επισκέφθηκε στο διάστημα μιας σύντομης άδειας. «Δεν ντρέπεσθε, γαϊδούρια!» του φώναξε οργισμένα ο γηραιός άνδρας, αρνούμενος να αποδεχθεί την οδυνηρή πραγματικότητα.
Υπό το βάρος των ταπεινωτικών εξελίξεων, η κυβέρνηση Δηλιγιάννη υποχρεώθηκε να παραιτηθεί, έχοντας προηγουμένως ζητήσει την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων για τη σύναψη ανακωχής. Οι εχθροπραξίες έλαβαν τέλος στις 7 Μαΐου 1897, έχοντας βεβαίως συμπαρασύρει στα τάρταρα το ελληνικό εθνικό γόητρο. Τους επόμενους μήνες ακολούθησαν εργώδεις διαπραγματεύσεις για τους όρους σύναψης συνθήκης ειρήνης, διαδικασία που συντήρησε την ελληνική ταπείνωση και το διασυρμό της χώρας. Τελικά στις 6 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε ειρήνη με επαχθείς, όπως αναμενόταν, όρους. Η καταβολή πολεμικής αποζημίωσης στην Πύλη και η συγκρότηση Διεθνούς Επιτροπής με αντικείμενο τον έλεγχο των δημοσίων οικονομικών θεωρήθηκαν πράξεις ατιμωτικές που κηλίδωσαν το εθνικό γόητρο. Ετσι ήταν, αλλά τα περιθώρια ελιγμών και διαπραγματεύσεων είχαν ήδη χαθεί στον Θεσσαλικό κάμπο.
Ο πόλεμος δεν αποδείχθηκε μόνο «ατυχής», αλλά και «ολέθριος». «Από αρχαιοτάτων χρόνων, αφ’ ης η Ελλάς υπάρχει, ειρήνη τοσούτον άτιμος δεν εμόλυνεν την ιστορία της», σχολίασε καυστικά το «Εμπρός» στις 6 Σεπτεμβρίου. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η διευθέτηση του Κρητικού ζητήματος, όπου την παροχή αυτονομίας υπό την υψηλή κυριαρχία του σουλτάνου συνόδευσε η απόσυρση όλων των οθωμανικών στρατευμάτων και ο διορισμός του πρίγκιπα Γεωργίου στη θέση του ύπατου αρμοστή. Το λογαριασμό της ήττας πλήρωσε και η Εθνική Εταιρεία, που τόσα είχε επενδύσει στην πρόκληση του πολέμου. Υπό το βάρος των δραματικών εξελίξεων, η μυστική πατριωτική οργάνωση υποχρεώθηκε να διαλυθεί. «Ο λίθος του αναθέματος» εναντίον της είχε πια ριχθεί. Ηταν, όμως, αργά για δάκρυα.