Για τους περισσότερους Τούρκους η Συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί τη «συμβολαιογραφική πράξη» ίδρυσης του τουρκικού κράτους και της Τουρκικής Δημοκρατίας και κανείς έως τώρα, πολιτικός ή ιστορικός, δεν διανοήθηκε ποτέ να την αμφισβητήσει συνολικά.
Το έκανε ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν μιλώντας στην 27η Σύνοδο των Προέδρων των Κοινοτήτων (μουχτάρηδων) στο προεδρικό μέγαρο. Ο Ερντογάν στη δήλωσή του αμφισβήτησε ότι η Συνθήκη της Λωζάννης ήταν μια νίκη της Τουρκίας, όπως παρουσιάζεται από τους κεμαλιστές, και για να δικαιολογήσει τη θέση του αυτή αναφέρθηκε στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία, σύμφωνα με την άποψή του, ήταν τουρκικά και κακώς παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Οσον αφορά την επίθεση στους κεμαλιστές, απομυθοποιώντας τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Ισμέτ Ινονού, συντονιστής από την Αγκυρα ο πρώτος, διαπραγματευτής στη Λωζάννη ο δεύτερος, ο Ερντογάν επιχειρεί δύο πράγματα.
Το πρώτο είναι η αποδυνάμωση και η άσκηση πίεσης στην κεμαλική αντιπολίτευση, εν όψει εσωτερικών εξελίξεων. Το δεύτερο είναι πιο σύνθετο. Ο Ερντογάν και οι συν αυτώ θεωρούν την εμφάνιση των Νεοτούρκων και στη συνέχεια του Μουσταφά Κεμάλ και των κεμαλιστών, στο πολιτικό προσκήνιο της Τουρκίας, συνωμοσία σκοτεινών κύκλων εις βάρος του τουρκικού έθνους και τη δημιουργία του νέου τουρκικού κράτους στα σημερινά σύνορα της Τουρκίας ένα φέρετρο στο οποίο έθαψαν και φυλάκισαν τη μεγάλη οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Ερντογάν, με τη δήλωσή του αυτή, θέλει να θάψει τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Ισμέτ Ινονού και να τους κατατάξει σε εκείνους που οδήγησαν στην υποβάθμιση του τουρκικού έθνους στην τουρκική ιστορία.
Φυσικά όλα αυτά δεν ξεφύτρωσαν από το πουθενά. Ο Ερντογάν είναι θύμα του «Σχεδίου 2023», που συνέταξαν μεγαλοϊδεάτες νεοοθωμανοί, με βάση το οποίο, 100 χρόνια μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας (με τη Συνθήκη της Λωζάννης), η Τουρκία θα πρέπει να γίνει ξανά πολιτική, οικονομική και στρατιωτική υπερδύναμη, μέλος του νέου συμβουλίου ασφαλείας, εκπροσωπούσα τον μουσουλμανικό κόσμο, για να ορίζει η ίδια τις τύχες του κόσμου, χωρίς να δέχεται διαταγές από κανέναν.
Ομως, εκτός από το «Σχέδιο 2023», θα πρέπει να δούμε το γιατί τώρα. Ο Ερντογάν καλείται να αντιμετωπίσει τα εξής σε επίπεδο πολιτικών και γεωπολιτικών εξελίξεων.
Πρώτον, την ίδρυση του δεύτερου κουρδικού κράτους στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας, στη βόρεια Συρία. Η ίδρυσή του αποτελεί στην ουσία μια μεγάλη γεωπολιτική ανατροπή και απειλεί όχι μόνο την ενότητα του τουρκικού κράτους, αφού δημιουργεί προϋποθέσεις για την ομοσπονδοποίηση της Τουρκίας και την ίδρυση στο έδαφός της του τρίτου αυτόνομου κουρδικού κράτους, αλλά και το ίδιο το «Σχέδιο 2023».
Δεύτερον, τις εξελίξεις που θα δρομολογήσει στο ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο η ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού. Η Τουρκία, παρά το μέγεθός της, αντιλαμβάνεται ότι στο Κυπριακό είναι σχεδόν μόνη της. Εκεί που σχεδίαζε, με βάση το «Σχέδιο 2023», να μετατρέψει την ανατολική Μεσόγειο σε μια μουσουλμανική λίμνη, υπολογίζοντας ότι θα βρίσκονται στην εξουσία οι ομοϊδεάτες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε Αίγυπτο, Λωρίδα της Γάζας και Συρία, τώρα, με τη λύση του Κυπριακού, θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει την πλήρη ΑΟΖ της Μεγαλονήσου.
Το ζήτημα είναι τεράστιο και μεγάλης σημασίας για την Ελλάδα, και απαιτεί σοβαρότητα απ’ όλους.
Σάββας Καλεντερίδης
Πηγή εφημερίδα δημοκρατία